Vissi d’arte, vissi d’amore! Έζησα για την Τέχνη, έζησα για τον Έρωτα, ψαλμωδεί η Φλόρια Τόσκα, λιώνοντας καρδιά και μυαλό κάθε ευαίσθητου ανθρώπου, κάθε ανθρώπου που θέλησε και μπόρεσε να αψηφήσει ό,τι δεν είναι καμωμένο έτσι ώστε ακόμα πιο ευαίσθητους κι ανθρώπινους να μας κάνει...
Θα μπορούσε να πρόκειται για την απόλυτη σύνοψη όλων αυτών που επιθύμησαν η τζαζ και τα μπλουζ να ψαλμωδήσουν, αυτή η αγέρωχη κι αταλάντευτη επιμονή στη βαθιά ανθρώπινη διάσταση, στην ψίχα της ψυχής, στα μύχια της μορφής. Γιατί, τι άλλο είναι το να ζεις αν όχι το να εμπλέκεσαι με όποιον τρόπο στην περιπέτεια της Τέχνης και στην περιπέτεια του Έρωτα; Θαρρείς αποφασισμένη να τιμήσει τούτη τη στάση της Τόσκα, να επιδοθεί σε έναν αέναο μελωδικό διάλογο μ’ αυτή την κορυφαία στιγμή του λυρικού θεάτρου, μια πάμφτωχη, κατατρεγμένη, μαύρη κοπελίτσα, φερμένη από το πουθενά, αφιέρωσε τη ζωή της όλη στο τραγούδισμα της τέχνης και του έρωτα, έκανε κάτι σαν ερωτέχνη ή τεχνέρωτα, έγινε η Φωνή που εξέφρασε του έρωτα τη γλύκα αλλά και του έρωτα το μαράζι, μπολιάζοντας πάντα με ακατάβλητο χιούμορ τις εκφάνσεις του σπαραγμού, και καταφέρνοντας να μας τρατάρει επί σχεδόν έξι δεκαετίες το εκπληκτικό και εκρηκτικό, πάντα γλυκόπιοτο εντούτοις, κοκτέιλ της χαρμολύπης, αυτό το λυτρωτικό ποτήρι της διαλεκτικής ανάμεσα στην ευδαιμονία και τη θλίψη, την ευφροσύνη και τη μελαγχολία. Άκουγε στο όνομα Έλλα Φιτζέραλντ και είναι αληθινά εκπληκτικό το ότι σε όλες, μα όλες τις γνωστές φωτογραφίες της, αυτή που έμελλε τόσο να πληγωθεί και να ζοριστεί, μας δωρίζει ένα πλατύ φωτεινό χαμόγελο.
Η Έλλα Τζέιν Φιτζέραλντ γεννήθηκε στο Νιούπορτ Νιους της Βιρτζίνια, τον Απρίλιο του 1917 σύμφωνα με τους βιογράφους της, καίτοι η λιτή επιγραφή στον τάφο της θέλει να έχει δει το πρώτο φως το 1918. Τα παιδικά της χρόνια κάθε άλλο παρά γαλήνια και γλυκά ήσαν. Η Έλλα δεν είχε γεννηθεί κάτω από έναν χρυσογάλαζο ουρανό μήτε σε ένα ρόδινο σύμπαν. Λίγο μετά τη γέννησή της, οι γονείς της, ο Γουίλιαμ Φιτζέραλντ και η μητέρα της, η Τέμπερανς Φιτζέραλντ, χώρισαν, και τον πατρικό ρόλο ανέλαβε ο εραστής της Τέμπερανς, ο Τζόζεφ Ντα Σίλβα. Το νέο σπιτικό μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη, αλλά ο θάνατος καραδοκούσε και άπλωσε τη ζοφερή σκιά του στην εφηβεία της Έλλα. Ήταν γύρω στα δεκαπέντε όταν η μητέρα της πέθανε ύστερα από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, ενώ λίγους μήνες μετά βρήκε το θάνατο, από καρδιακή προσβολή, και ο Ντα Σίλβα. Η Έλλα παράτησε το σχολείο, έμπλεξε με τον υπόκοσμο, μπήκε στα κυκλώματα του παράνομου τζόγου, βρέθηκε να απασχολείται ως επιστάτρια σε μπορντέλο. Μοναδική παρηγοριά της, όπως σε τόσες άλλες περιπτώσεις, όπως συνέβη και με την άλλη μεγάλη φωνή, την Μπίλι Χόλιντεϊ, ήταν βέβαια η μουσική. Λάτρευε τον Λούις Άρμστρονγκ και την Κόνι Μπόσγουελ. Ναι, η Έλλα τραγουδούσε όποτε μπορούσε, και τραγουδούσε ήδη από την εφηβεία της σπαρακτικά και συνάμα εύθυμα. Και ήταν προικισμένη με μια γκάμα τριών οκτάβων, συνδυασμένη με μια συγκινητική εκφραστικότητα.
Τα μουσικά χαρίσματα δεν συγκινούν πάντως τις αρχές, και η Έλλα θα συλληφθεί ξανά και ξανά από τα όργανα του νόμου. Θα εγκλειστεί σε σωφρονιστήρια και σε ορφανοτροφεία. Ατίθαση, η Έλλα θα το σκάει από τα ιδρύματα, και ύστερα από δύο χρόνια ταλαιπωρίας θα αποφασίσει να δοθεί ψυχή τε και σώματι στη μουσική. Το 1934, μόλις στα δεκαέξι της, εκκινεί η λαμπρή σταδιοδρομία της μετέπειτα Μεγάλης Κυρίας της Τζαζ. Θα εμφανιστεί τον Νοέμβριο στο θρυλικό Apollo Theatre του Χάρλεμ, και θα μαγέψει τους πάντες σε έναν ερασιτεχνικό διαγωνισμό νέων ταλέντων. Δύο μήνες μετά, τραγουδώντας στο Opera House, και πάλι στο Χάρλεμ, θα κινήσει την προσοχή του ντράμερ Τσικ Γουέμπ, ο οποίος θα της προσφέρει μόνιμη δουλειά στην μπάντα του, έναντι 12.50 δολαρίων την εβδομάδα.
Η Έλλα θα περιοδεύσει, θα κερδίζει τον κόσμο, θα αφήνει ολοένα και πιο πίσω, στη λίμνη της λήθης, τον άγριο κόσμο του παράνομου τζόγου, των μπορντέλων, των ιδρυμάτων. Η φωνή της θα προσφέρει ελπίδα, θα είναι το μαγικό μέσον της προσφοράς της στους λυπημένους, θα είναι και το όχημα για τη δική της διαδρομή προς την αξιοπρέπεια αρχικά, και την παγκόσμια καταξίωση και φήμη αργότερα. Θ’ αρχίσει να ηχογραφεί, και είναι λίαν ενδιαφέρον το χιούμορ ενός από τα πρώτα κομμάτια που την έκαναν γνωστή και που έχει τον τόσο χαριτωμένο τίτλο «If You Can’t Sing It, You’ll Have to Swing It, Mister Paganini»!
Και πάλι ο θάνατος έκανε την ατασθαλία του, και ο Τσικ Γουέμπ άφησε αυτόν τον κόσμο τον Ιούνιο του 1939. Οι μουσικές γνώσεις που είχε αποκομίσει η Έλλα αυτά τα τέσσερα χρόνια κοντά του, καθώς και η στιβαρότητα της προσωπικότητάς της, την ανέδειξαν σε κορυφαία μορφή της μπάντας του Τσικ, τη διεύθυνση της οποίας ανέλαβε η Έλλα και την οδήγησε σε αλλεπάλληλες πετυχημένες εμφανίσεις και περιοδείες, με τον τίτλο πια «Ella Fitzgerald and her Famous Orchestra».
Πριν περάσει πολύς καιρός, η Έλλα θα αφήσει την μπάντα, θα αρχίσει πάλι τις ηχογραφήσεις, θα υπογράψει με την εταιρεία Decca, θα μας δωρίσει το έξοχο «How High the Moon», θα συνεργαστεί με τον σπουδαίο σαξοφωνίστα Λούις Τζόρνταν και με τον απίθανο τρομπετίστα Ντίζι Γκιλέσπι, ενώ με την αυγή της δεκαετίας του 1950, η Έλλα θα ερμηνεύσει Τζορτζ Γκέρσουιν. Πέντε χρόνια μετά, το 1955, ο εξαίρετος κύριος Νόρμαν Γκραντς, λάτρης της τζαζ και ιμπρεσάριος, γοητευμένος από τη φωνή και την παρουσία της Έλλα, θα ιδρύσει μιαν από τις καλύτερες και πλέον επιδραστικές δισκογραφικές εταιρείες, την θρυλική Verve, με επίκεντρο την μαγική ερμηνεύτρια, της οποίας θα αναλάβει επισήμως και το μανατζάρισμα. Ο θρίαμβος είναι ήδη παρών.
Οι περιοδείες και οι ηχογραφήσεις θα είναι πια όλη η ζωή της Έλλα. Η κυρία που άλλο δεν έκανε από το να ψαλμωδεί τον έρωτα, δυστυχώς δεν θα γνωρίσει τη μεταξένια και βελούδινη όψη του, αλλά την τραχιά και την βάναυση. Δίχως όμως να χάσει ποτέ το πολύτιμο χαμόγελό της. Δεν έζησε το όνειρο της αγάπης, μονάχα το τραγούδησε. Είχε προφτάσει να κάνει δύο γάμους, και ίσως έναν τρίτο που δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ παρά τις πάμπολλες μαρτυρίες. Δεν ήσαν ζηλευτές ενώσεις. Ο πρώτος της σύζυγος, κάποιος Μπένι Κόρνεγκεϊ., ήταν απατεώνας, μικροέμπορος ναρκωτικών, και μπαινόβγαινε στις φυλακές. Ο γάμος έγινε το 1941 και δεν άργησε να διαλυθεί. Η Έλλα αναζήτησε, μια πενταετία μετά, την ευτυχία στο πρόσωπο του φημισμένου μπασίστα Ρέι Μπράουν, αλλά και πάλι, οι επαγγελματικές υποχρεώσεις και οι αλλεπάλληλες πιέσεις οδήγησαν στον χωρισμό. Η Έλλα και ο Ρέι πρόλαβαν, αν μη τι άλλο, να υιοθετήσουν τον Φράνσις Φιτζέρλαντ, ανιψιό της Έλλα, και να του χαρίσουν το όνομα Ρέι Μπράουν Τζούνιορ. Ο τρίτος, αμφιλεγόμενος τούτη τη φορά, γάμος, θρυλείται ότι τελέστηκε κρυφά στο Όσλο, τον Ιούλιο του 1957. Ο εκλεκτός της, και πάλι, άτυχης Έλλα ήταν ένας νεαρός Νορβηγός που έφερε το όνομα Τορ Αϊναρ Λάρσεν. Η Μεγάλη Κυρία της Τζαζ δεν είχε προφτάσει καλά-καλά να αγοράσει και να επιπλώσει εν μέρει ένα διαμέρισμα στο Όσλο, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Λάρσεν ήταν, όπως κι ο πρώτος της σύζυγος, ένας ελεεινός απατεώνας, ο οποίος γρήγορα οδηγήθηκε στη φυλακή επειδή είχε κατακλέψει την προηγούμενη ερωμένη του. Έκτοτε, η Έλλα αφιέρωσε σχεδόν όλο της το χρόνο στον απόλυτο έρωτά της, στη Μουσική.
Θα ηχογραφήσει διαμάντια, θα γοητεύσει με τις ερμηνευτικές δεξιότητες τόσο τον Φρανκ Σινάτρα όσο και τον Ντίτριχ Φίσερ Ντίσκαου, ενώ θα δώσει τη δική της μοναδική διάσταση σε μελωδίες του Ντιουκ Έλινγκτον αλλά και του Νέλσον Ριντλ, που μας πρόσφερε μεταξύ τόσων άλλων και τη μουσική στη «Λολίτα», αυτό το αριστούργημα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Θα ερμηνεύσει Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ και, βέβαια, Κόουλ Πόρτερ. Θα τραγουδήσει μαζί με το εφηβικό της ίνδαλμα, του Λούις Άρμστρονγκ, αλλά και με τον Νατ Κινγκ Κόουλ. Και, βέβαια, με τον Φρανκ Σινάτρα. Θα την συνοδεύσουν οι μεγάλοι σαξοφωνίστες Κόλμαν Χόκινς και Σταν Γκετς. Θα γράψουν για την Έλλα ότι το μεγάλο της επίτευγμα είναι ότι μπόρεσε με την μαγευτική φωνή της να ενώσει, κάτω από τον εξαίσιο θόλο της μουσικής, τις τόσες διαφορετικές αμερικανικές κουλτούρες, μιας και ήταν μια μαύρη γυναίκα που τη λάτρευαν οι μαύροι, αλλά συνάμα και οι Εβραίοι, μιας που ερμήνευε τα τραγούδια των πιο περιώνυμων συνθετών τους, ενώ το ολοένα διευρυνόμενο κοινό της το αποτελούσαν και πάμπολλοι λευκοί χριστιανοί. Ένα τέτοιο επίτευγμα κατόρθωσε, μετά την Μεγάλη Φωνή της Τζαζ, ο Βασιλιάς Έλβις, ενώνοντας και αυτός τα μουσικά είδη με την γνωστή ιλιγγιώδη εκφραστικότητά του.
Έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στις δυνατότητές της, και περιοδεύοντας ακάματα, η Έλλα Φιτζέραλντ κυκλοφόρησε κάμποσα ηχογραφημένα ζωντανά άλμπουμ από τις εμφανίσεις της τόσο στη Ρώμη όσο και στο Βερολίνο και στην Κυανή Ακτή. Σε τίποτε δεν υστερούν αυτά τα πολύτιμα μελωδικά δώρα από τα άλμπουμ που ηχογραφούσε στα στούντιο. Κι αυτό είναι πάντα η περίτρανη απόδειξη του πόσο μεγάλη είναι μια φωνή.
Το 1963, η Verve θα πωληθεί στην MGM, έναντι τριών εκατομμυρίων δολαρίων, το συμβόλαιο της Έλλα θα πάψει να ισχύει από το 1967, και, μαζί με τις περιοδείες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, θ’ αρχίσει και μια πενταετής περιφορά της Μεγάλης Κυρίας από εταιρεία σε εταιρεία. Αρκετοί θα αρχίσουν να μιλάνε για βαθμιαία εξαφάνιση της Έλλα, αλλά θα πέσουν έξω. Δεν είναι εύκολο να εξαφανιστεί το μεγαλείο, ιδίως αν πέρασε από παράνομα κυκλώματα, από κακόφημα στέκια, από τους τόπους όπου οι κακουχίες και οι αντιξοότητες ατσαλώνουν την προσωπικότητα.
Απτόητη από την εφήμερη πτώση της δημοτικότητας της τζαζ, η Έλλα που ήξερε, όπως και ο Μάιλς Ντέιβις να μένει στο παιχνίδι, θα τραγουδήσει και χριστιανικούς ύμνους, ακόμα και κάντρι επιτυχίες, ενώ το 1972 θα σπάσει καρδιές με το άλμπουμ της «Jazz at Santa Monica», κάτι που θα παρακινήσει τον πολύ Νόρμαν Γκραντς στην ίδρυση της εταιρείας Pablo Records, μέσω της οποία θα σώσει στην Έλλα τη δυνατότητα να ηχογραφήσει, ούτε λίγο ούτε πολύ, άλλα είκοσι άλμπουμ, σχεδόν ένα τη χρονιά, έως το 1989. Στο μεταξύ, η Έλλα Φιτζέραλντ θα τιμηθεί με δεκατρία Grammy, ενώ δεν θα παραλείψουν να τη βραβεύσουν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, με το Εθνικό Μετάλλιο για τις Τέχνες, και ο πατήρ Μπους, με το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας. Και επίσης, η Έλλα θα αναγορευθεί σε επίτιμο διδάκτορα από πανεπιστήμια κύρους όπως το Γιέιλ, το Πρίνστον, το Ντάρμουθ και το Χάουαρντ.
Η Μεγάλη Κυρία της Τζαζ, αυτή που είπε ότι τα πάντα είναι αγάπη και έμπνευση, αυτή που κολακευόταν από το ότι το ακροατήριό της αποτελείται ολοένα και περισσότερο από νέους ανθρώπους, αυτή που μελώδησε τον έρωτα που δεν της δόθηκε όσο της άξιζε, αυτή που δεν έπαψε ποτέ να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες μ’ ένα πλατύ φωτοβόλο χαμόγελο, έμελλε να προσβληθεί από την τόσο ύπουλη ασθένεια, τον διαβήτη, με αποτέλεσμα να χάσει την όρασή της και, το 1993, να της ακρωτηριάσουν τα πόδια. Το 1989 είχε ηχογραφήσει το τελευταίο της άλμπουμ και το 1991 έκανε την τελευταία δημόσια εμφάνισή της. Η φωνή της είχε φθαρεί, αλλά δεν είχε χάσει την εκφραστικότητά της. Το 1996, στις 15 Ιουνίου, ακριβώς δύο χρόνια μετά τον χαμό ενός άλλου μεγάλου της Μουσικής, του Μάνου Χατζιδάκι, η Μεγάλη Κυρία της Τζαζ, η Ιέρεια του Τραγουδιού, η Έλλα Φιτζέραλντ θα αναχωρήσει για τους ουράνιους λειμώνες, αφήνοντάς μας δώρο και κληρονομιά εκατοντάδες αθάνατες, ναι, κυριολεκτικά αθάνατες, ερμηνείες.
πηγή: Ίκαρος Μπαμπασάκης για το vakxikon.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να αποφευχθούν περιπτώσεις εμφάνισης υβριστικών σχολίων ή άλλων ποινικά κολάσιμων πράξεων, όλα τα σχόλια πριν δημοσιευτούν ελέγχονται.
Παρακαλούμε μην αποστέλετε πληροφορίες άχρηστες προς τη λειτουργία του συγκεκριμένου blog.
Τα μηνύματα είναι προσωπικές απόψεις των αποστολέων και σε καμία περίπτωση δεν εκφράζουν τους δημιουργούς ή διαχειριστές της συγκεκριμένης σελίδας.