μόνο στο planet-greece
Αίτηση με την οποία ζητούν να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε ως αβάσιμο το αίτημα της Σταμάτη για εξαίρεση του ανακριτή Γαβριήλ Μαλλή, κατέθεσαν σήμερα οι δικηγόροι της συζύγου του Άκη Τσοχατζόπουλου.Η σύζυγος του Άκη Τσοχατζόπουλου υποστηρίζει πως ...
ο ανακριτής έκανε υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του, καθώς στη διάταξη απαγόρευσης, εκποίησης ή μεταβίβασης του ακινήτου επί της οδού Αρεοπαγίτου 33 στην Αθήνα, αναφέρει ότι το ακίνητο προέρχεται από έσοδα εγκληματικής δραστηριότητας.
Έτσι όμως θεώρησε ότι όντως έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, δίνοντας παράλληλα την εντύπωση ότι έχει διατυπώσει ήδη πλήρη γνώμη για το πρόσωπο της πριν την απολογία της.
Στην αίτηση προς τον κ. Τέντε, οι δικηγόροι της Σταμάτη υποστηρίζουν ότι το απορριπτικό βούλευμα επί της αίτησης εξαίρεσης πάσχει, λόγω έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Ο κ. Τέντες θα αναθέσει σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου να μελετήσει την αίτηση και στην συνέχεια θα αποφανθεί.ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΑΊΤΗΣΗ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ:
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ
Της κατηγορουμένης Βασιλικής Σταμάτη, συζ. Αποστόλου – Αθανασίου Τσοχατζόπουλου, κατοίκου Αθηνών, οδός Διον. Αρεοπαγίτου 33, νυν κρατουμένης στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού.
Αθήνα, 3 Μαϊου 2011
Αξιότιμε κύριε Εισαγγελέα, Με την παρούσα μου αιτούμαι να διερευνήσετε το ενδεχόμενο ασκήσεως αναιρέσεως εκ μέρους ΣΑΣ κατά του υπ’ αριθμόν 1604/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που εκδόθηκε στις 27.04.2012, στην Αθήνα.
Ι. Το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την εν λόγω δικονομική πράξη είναι αυτό που καθορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 16, 17, 483 παρ. 3 και 484, 171 παρ. 1 εδ. δ’ όπως ισχύει μετά την συμπλήρωση του δια της παρ. 2 του άρθρου 11 του νόμου 3904/2010 σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), και των συναφών προς αυτήν άρθρων 239 παρ. 2 και 274 εδ. β’ ΚΠΔ.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 483 παρ. 3 ΚΠΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στον Γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 εδ. β’. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιονδήποτε βουλεύματος, είτε οριστικού, είτε προδικαστικού ή παρεμπίπτοντoς. Το δικαίωμα δε αυτό του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να ζητεί την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος δηλαδή και εκείνων των βουλευμάτων που δεν παρέχεται σχετικό δικαίωμα στον κατηγορούμενο, αιτιολογείται διότι όπως προκύπτει από το άρθρο 88 παρ. 1, 5 του Συντάγματος, ο Εισαγγελέας είναι δικαστικός λειτουργός και με την ιδιότητά του αυτή ενεργεί ως εκπρόσωπος της πολιτείας, εντός του κύκλου των νομίμων αρμοδιοτήτων του, προς διαφύλαξη και διασφάλιση της σύννομης κοινωνικής συμβίωσης. Εντός των ορίων των νομίμων αρμοδιοτήτων του, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει και την αναίρεση του βουλεύματος που εκδίδεται από το Δικαστικό Συμβούλιο, αποφαινομένου επί αιτήσεως κατηγορουμένου για εξαίρεση του ανακριτή της υποθέσεώς του. Δείτε το ΑΠ 1894/2010 του Ζ’ τμ. (Στ Συμβ)
ΙΙΙ. Το υπό κρίση βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με αριθμό 1604/2012 (ημερ. Έκδοσης 27.4.2012) αποφαίνεται επί αιτήσεως μου, περί εξαιρέσεως του Ανακριτή της υποθέσεως για την οποία κατηγορούμαι, όπως περαιτέρω θα εκθέσω.
ΙV. Υπέβαλα δια του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών προς το Δικαστικό Συμβούλιο των Πρωτοδικών Αθηνών, με την ιδιότητα της κατηγορουμένης, αίτηση εξαιρέσεως του Ανακριτή του ν. 4022/2011 με το εξής (κατά τα κύρια σημεία) περιεχόμενο: «Α. Στις 25.04.2012 μου επεδόθη η υπ’ αριθμ. 4/20.04.2012 Διάταξή του ειδικού ανακριτού του Ν. 4022/2011, δυνάμει της οποίας απαγορεύτηκε η εκποίηση ή με οιοδήποτε άλλο τρόπο μεταβίβαση οριζοντίων ιδιοκτησιών μου, κειμένων στην οδό Αρεοπαγίτου αρ.33, ως εκ του ότι αυτές προέρχονται από έσοδα από παράνομη εγκληματική δραστηριότητα. Για τη θεμελίωση της εν λόγω Διατάξεώς, διαλαμβάνoνται στη Διάταξή του ανωτέρω ανακριτή, μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Από τις μέχρι τώρα έρευνες προκύπτει ότι οι άνω κατηγορούμενοι, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές έτους 1998 έως τον Απρίλιο του έτους 2012 τουλάχιστον, από κοινού με άλλους, συνέστησαν και συμμετείχαν σε οργάνωση που είχε σκοπό τη διάπραξη νομιμοποίησης εσόδων, προερχόμενων από το έγκλημα της κατ’ εξακολούθηση παθητικής δωροδοκίας του Απόστολου-Αθανασίου Τσοχατζόπουλου, για την αγορά υποβρυχίων και οπλικών συστημάτων TOR M-1 από τις εταιρείες Ferrostaal και ANTEY αντίστοιχα, τελεσθείσας σε βάρος του Δημοσίου, με ζημία του Δημοσίου άνω των 150.000 ευρώ. Στα πλαίσια αυτής της οργάνωσης και για την πραγμάτωση του σκοπού της, μεταξύ άλλων, συνέστησαν τις εταιρίες BLUBELL SA, NOBILIS και TORCASO, μέσω των οποίων προέβησαν σε διάφορες πράξεις νομιμοποίησης παράνομων εσόδων. Ο Απόστολος-Αθανάσιος Τσοχατζόπουλος, από κοινού με άλλον διεύθυνε την οργάνωση και κατένειμε τους ρόλους και ήταν ο ιδιοκτήτης των άνω υπεράκτιων εταιριών στις οποίες διοχετεύονταν τα χρήματα της δωροδοκίας, η δε κατηγορούμενη Βασιλική Σταμάτη και άλλοι συγκατηγορούμενοι της, μετέρχονταν διάφορες πράξεις νομιμοποίησης της παράνομης περιουσίας, είτε αποκρύπτοντας είτε μετατρέποντας είτε αποκτώντας μέρος της παράνομης περιουσίας αυτής, γνωρίζοντας ότι προέρχεται από την άνω παράνομη πράξη της παθητικής δωροδοκίας, με σκοπό την απόκρυψη της παράνομης προέλευσής της». Περαιτέρω δε διαλαμβάνει ο ανακριτής και ετέρα σκέψη-παραδοχή που αποτελεί τη δικαιολογητική βάση της Διατάξεώς του και τα εξής:
«Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κατηγορούμενη Βασιλική Σταμάτη έχει τελέσει το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική οργάνωση, το προϊόν της οποίας ανέρχεται το λιγότερο στο ποσό των 19.162.225 ελβετικών φράγκων, στο ποσό των 20.630.547 δολαρίων ΗΠΑ, στο ποσό των 11.411.000 ευρώ και στο ποσό των 98.500.000 δραχμών». Εν όψει αυτού και των προαναφερομένων στην εν λόγω Διάταξή, την οποία επισυνάπτω στην παρούσα, εύλογα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο ανακριτής έχει καταλήξει σε βέβαια κρίση περί της ενοχής μου. Αντίθετα, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών κα. Κυβέλου που πρότεινε επί του ιδίου θέματος, κατόπιν του υπ’ αριθμ. πρωτ. 31/2012 εγγράφου, πρότεινε την απαγόρευση της εκποίησης ή μεταβίβασης της εν λόγω ιδιοκτησίας με την εξής εισαγωγική και νομική σκέψη: «Στην προκείμενη περίπτωση από τη διενεργηθείσα μέχρι σήμερα κύρια ανάκριση και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε αυτής προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι οι άνω κατηγορούμενοι (…)».
Β. Είναι επίσης προφανές, ότι η παραδοχή, που αποτελεί τη βάση της εν λόγω διατάξεως, φαίνεται ότι συνιστά υπέρβαση του δικαιοδοτικού ρόλου του ανακριτού, υπό την έννοια του ότι θεωρεί δεδομένη την τέλεση της πράξης από εμένα, τη δε αρμοδιότητα της καταφάσεως ή μη, οιασδήποτε αξιόποινης πράξης την έχει το δικαστήριο επί τη βάσει αποδείξεων. Ο ανακριτής στηρίζει το πόρισμά του στο εξής: «Από τις μέχρι σήμερα έρευνες προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι …». Δηλαδή η κρίση του δεν στηρίζεται σ’ αυτό που ο νόμος απαιτεί, ήτοι σοβαρές ενδείξεις, αλλά στην αόριστη και ασαφή διατύπωση «τις μέχρι τώρα έρευνες», οι οποίες τον οδήγησαν στη διαμόρφωση ήδη καταδικαστικού για μένα πορίσματος, αφού η κρίση αυτή διατυπώνεται με απόλυτη βεβαιότητα. Όμως ο κατηγορούμενος απολογούμενος, ενώπιον του Ανακριτή και κατά τα κρατούντα στο ημεδαπό δικονομικό δίκαιο, πρέπει να έχει αντικειμενικό, αμερόληπτο και απροσωπόληπτο δικαστή και είναι αυτός που δεν παραβιάζει με προσχηματισμένη κρίση του, όπως η προεκτεθείσα, το τεκμήριο αθωότητας μου. Το οποίο τεκμήριο κατοχυρώνεται και καθιερώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Σύμβασης (ΕΣΔΑ), το αληθές περιεχόμενο του οποίου προστατεύει τον κατηγορουμένου από οιαδήποτε επίσημη δήλωση περί της ενοχής πριν από την έκδοση απόφασης από το αρμόδιο δικαστήριο. (Lavents κατά Λετονίας, 28 Νοεμβρίου 2002αριθμ. προσφ.58442/00,§§125-126).
Ενόψει αυτού, ζητώ να εξαιρεθεί της περαιτέρω ανακρίσεως και της λήψεως απολογίας μου, αφού φαίνεται ότι έχει ήδη διατυπωμένη πλήρως σχηματισθείσα γνώμη υπό την έννοια, που στο νομικό λόγο καθιερώνεται ως εξωτερική μεροληψία του δικαστηρίου και εν προκειμένω του ανακριτού δικαστού. Γ. Ασφαλώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 274 ΚΠΔ, ιδία το εδάφιο β’ του άρθρου αυτού: «(…) Όποιος ενεργεί την εξέταση πρέπει να ερευνά με επιμέλεια κάθε περιστατικό που επικαλέσθηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια.»
Αναρωτιέται κανείς, αφ’ ης στιγμής ο ανακριτής θεωρεί δεδομένη την τέλεση της πράξεως από εμένα, θα έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει με την προσήκουσα επιμέλεια τα περιστατικά που θα επικαλεστώ κατά την απολογία μου, για την εξακρίβωση της αλήθειας; Επειδή προκύπτει ότι ο ανακριτής έχει εδραιωμένη πεποίθηση ότι έχω τελέσει το αδίκημα για το οποίο κατηγορούμαι, σύμφωνα με τις παραδοχές της προαναφερθείσας Διατάξεώς του, παραδοχές που διατυπώνονται κατά τρόπο απόλυτο και κατηγορηματικό, είναι προφανές ότι προκαλούνται πλέον σοβαρές υπόνοιες μεροληψίας εις βάρος μου, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 14 ΚΠΔ, στο οποίο διαλαμβάνονται οι λόγοι εξαιρέσεως των δικαστικών προσώπων μεταξύ των οποίων και ο ανακριτής, όπως ορίζεται στον Οργανισμό Δικαστηρίων και κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ, παράβαση επαγόμενη ήδη την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατ’ άρθρο 171 παρ.1 δ’, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του από το Ν. 3904/2010.
Ενόψει αυτού, σας παρακαλώ να δεχτείτε ότι συντρέχει λόγος εξαιρέσεως του κ. ανακριτού από την περαιτέρω ανακριτική διαδικασία, καθ’ ο μέρος με αφορά σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15 ΚΠΔ». V. Αυθημερόν η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών εισήγαγε την αίτησή μου στο Δικαστικό Συμβούλιο, υποβάλλοντας σχετική πρόταση απορριπτική της αιτήσεώς μου κρίνοντάς την αβάσιμη, το δε Δικαστικό Συμβούλιο δια του υπό έλεγχο Βουλεύματος, αναφερόμενο καθ’ ολοκληρίαν στην Εισαγγελική Πρόταση απέρριψε την αίτησή μου. 1. Εκθέτω περαιτέρω την Εισαγγελική Πρόταση, την οποία υιοθέτησε το Δικαστικό Συμβούλιο, προκειμένου ακολούθως να διατυπώσω τις νομικές πλημμέλειες, που αποδίδω στο Βούλευμα:
«Στην προκειμένη περίπτωση, με την ΑΟΙΕ/2010/367 παραγγελία μας για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, ασκήθηκε ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων προσώπων και σε βάρος της αιτούσας για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κοινού, κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσα κατ’ επάγγελμα (άρθρα 13στ’, 45, 98 ΠΚ και 1α περ. αιβ, αιζ, β’, 2 παρ. 1 εδ. βα ν 2331/1995 όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το ν. 3424/2005, αρ. 1α, I δδ, ii, β, 2 παρ. 1βα του ίδιου νόμου, όπως ίσχυαν μετά την τροποποίησή τους με το ν 3424/2005 έως την κατάργησή του με το ν. 3691/2008, άρθρα, 2 παρ. 1, 2, 3ρ. γ, ιθ, όπως η τελευταία περίπτωση ίσχυε με την αρίθμηση αυτή πριν την ισχύ του νόμου 4042/2012, 54 παρ. 1 γ-α, ε, 2, 4 ν 3691/2008) Η διενέργεια της ανακρίσεως ανατέθηκε στον ειδικό Ανακριτή του ν. 4022/2011 Πρόεδρο Πρωτοδικών Γαβριήλ Μαλλή, ο οποίος στα πλαίσια των καθηκόντων του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 48 και 46 του ν. 3691/2008, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, εξέδωσε την 4/2012 διάταξη, με την οποία απαγορεύτηκε η εκποίηση ή η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο μεταβίβαση των περιγραφομένων σε αυτή οριζοντίων ιδιοκτησιών της αιτούσας επί της οδού Δ. Αρεοπαγίτου αρ. 33. Είναι προφανές ότι η ανωτέρω ενέργεια συνιστά κατεπείγουσα ανακριτική πράξη προβλεπόμενη στις ανωτέρω διατάξεις, στην δε αιτιολογία αυτής περιλαμβάνεται απόσπασμα της αποδιδόμενης στην αιτούσα κατηγορίας ενώ αναφέρεται ρητά, όπως άλλωστε σημειώνεται και στην υπό κρίση αίτηση, ότι η ανακριτική πράξη αυτή στηρίζεται στις μέχρι την έκδοση αυτής έρευνες (από τις μέχρι τώρα έρευνες). Η δε σχετική αναφορά έχει ως αποκλειστικό σκοπό την αιτιολόγηση της συγκεκριμένης διάταξης απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων, κατά το χρόνο που εκδόθηκε, και ουδόλως συνιστά εκπεφρασμένη άποψη περί της ενοχής της αιτούσας. Η αιτιολογία του Ανακριτή απέβλεπε επομένως αποκλειστικά στην ανάδειξη του δημόσιου συμφέροντος για τη λήψη του συγκεκριμένου προσωρινού, συντηρητικού μέτρου κατεπείγοντος χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση στην έκφραση άποψης επί της ενοχής ή μη της αιτούσας – κατηγορουμένης. Άλλωστε, δεν έχει ακόμη λάβει χώρα η απολογία της κατηγορουμένης, που συνιστά αποδεικτικό μέσο, κατά τα προβλεπόμενα στον ΚΠΔ και η οποία συνεκτιμώμενη με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, θα συμβάλει στη διαλεύκανση της υπόθεσης. Σημειώνεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, μόνη η έκφραση γνώμης δικαστή ή εισαγγελέα δε συνιστά λόγο εξαιρέσεως (ΑΠ 631/2010 Α’ Δημοσ. ΝΟΜΟΣ) Εξάλλου, όπως έχει κριθεί και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (υπόθεση Γιοσάκης κατά Ελλάδας) οι αιτιολογίες των αποφάσεων του ανακριτή και του δικαστικού συμβουλίου δεν αντανακλούν τη βεβαιότητα των εν λόγω αρχών ότι αυτός τον οποίο αφορούν έχει διαπράξει τις πράξεις που του αποδίδονται, αλλά χρησιμοποιούνται με σκοπό να δικαιολογηθεί η λήψη σε βάρος αυτού μέτρων, κατά περίπτωση. Στη συγκεκριμένη υπόθεση κρίθηκε μάλιστα ότι, ακόμη κι αν ο προσφεύγων θεωρεί ότι φανερώνουν περιφρόνηση, και σε ορισμένες περιπτώσεις προκατάληψη για το άτομό του, δε θα μπορούσε ωστόσο να θεωρηθεί ότι προδικάζουν την ενοχή του και το Δικαστήριο εκτίμησε ότι ουδέν ζήτημα τίθεται ως προς το άρθρο 6 παρ. 2 της Σύμβασης. Συνεπώς, ο ανωτέρω Ανακριτής ουδόλως υπερέβη τον δικαιοδοτικό του ρόλο, με την έκδοση της υπό κρίση διατάξεως, ούτε παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας της αιτούσας, ενώ η αιτιολογία αυτής δεν συνιστά εκπεφρασμένη άποψη περί της ενοχής της κατηγορουμένης στηριζόμενη αποκλειστικά στις μέχρι την έκδοση της σχετικής διάταξης ενδείξεις («από τις μέχρι τώρα έρευνες»). Τέλος, ως προς τον ισχυρισμό περί δεύτερης δεσμεύσεως των ιδίων περιουσιακών στοιχείων είναι προφανές ότι αφενός μεν δεν αφορά την παρούσα διαδικασία αυτοτελή και εντελώς διάφορη κάθε άλλης, αφετέρου δε, η επικαλούμενη από την αιτούσα δημοσιότητα δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, ούτε συνιστά τρόπο πληροφόρησης του Ανακριτή. Σε κάθε περίπτωση δε, δεν είναι κατανοητή η επίκληση της δήθεν παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας δεδομένου ότι, ουδεμία περαιτέρω βλάβη επήλθε στην αιτούσα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί της αιτούσας ότι ο παραπάνω Ανακριτής, προκάλεσε υπόνοιες μεροληψίας σε βάρος της αιτούσας και ειδικότερα ότι οι μέχρι τώρα ενέργειές του κατά τη διάρκεια της διενεργούμενης από αυτόν ανάκρισης ήταν αποτέλεσμα προκατάληψης και δυσμένειας έναντι της αιτούσας. Αντίθετα, προέκυψε ότι οι ενέργειές του ήταν απολύτως σύννομες και σύμφωνες με τα καθήκοντα της υπηρεσίας του».
Το Δικαστικό Συμβούλιο απέρριψε την αίτησή μου κατά παραδοχή της Εισαγγελικής Προτάσεως με την εξής αιτιολογία: «ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ… Για όσους λόγους αναπτύσσονται και αναλύονται στην παραπάνω Εισαγγελική Πρόταση, στους οποίους ως νομίμως και βασίμως το Συμβούλιο αναφέρεται καθ’ ολοκληρία πρέπει α) Να απορριφθεί η από 27.4.2012 αίτηση εξαιρέσεως της Βασιλικής Σταμάτη, συζ. Αποστόλου – Αθανασίου Τσοχατζόπουλου, κατοίκου Αθηνών, με την οποία ζητεί την εξαίρεση του ειδικού Ανακριτή του ν. 4022/2011, Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών Γαβριήλ Μαλλή και β) Να επιβληθούν τα έξοδα…»
VI. ΑΠΟΔΙΔΟΜΕΝΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΕΣ
Η απόλυτη ακυρότητα και η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος.
Α) Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 138 ΚΠΔ, «τα Βουλεύματα του Δικαστικού Συμβουλίου και οι διατάξεις του Ανακριτή εκδίδονται ύστερα από γραπτή πρόταση του Εισαγγελέα ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά». Κατά δε την παρ. 3 του ιδίου άρθρου «η παράβαση της παρ. 2 συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης, του βουλεύματος και των διατάξεων».
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 139 ΚΠΔ:
«Οι αποφάσεις και τα βουλεύματα, καθώς και οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα, πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα, ενώ η καταδικαστική απόφαση και το παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να αναφέρουν και τον αριθμό του άρθρου του ποινικού νόμου που εφαρμόζεται (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ` και ε` και 510 παρ.1 στοιχ. δ` και η` ).
"Μόνη η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου δεν αρκεί για την
αιτιολογία.
Αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά
από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους
αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε».
Περαιτέρω η κατά τα ως άνω αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται, όλα τα διαλαμβανόμενα σ’ αυτήν, με την προϋπόθεση ότι στην Εισαγγελική πρόταση εκτίθενται σαφώς και ορισμένως, όλα εκείνα τα στοιχεία που πιστοποιούν την ύπαρξη της πλήρους, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Β) Από τα παραπάνω προκύπτουν τα εξής: Εν σχέσει προς το εξεταζόμενο Βούλευμα : α. Δεν βεβαιώνεται στο Βούλευμα ότι η Εισαγγελέας που υπέβαλε την πρόταση στο Συμβούλιο ανέπτυξε αυτήν και προφορικά, όπως ο νόμος άλλωστε επί ποινή απολύτου ακυρότητας του Βουλεύματος (παρεμπίπτοντως αναφέρω ότι και για την έκδοση της υπ’ αριθμόν 4/2012 Διάταξης του Ανακριτή του ν. 4022/2011, που αποτέλεσε και τη βάση της αίτησής μου για την εξαίρεσή του, πάλι δεν προκύπτει ότι η την πρόταση της η Εισαγγελέας ανέπτυξε και προφορικά). β. «H αναφορά του Ανακριτή έχει ως σκοπό την αιτιολογία της συγκεκριμένης διάταξης , και ουδόλως συνιστά εμπεριστατωμένη άποψη περί την ενοχή της αιτούσας». Όμως παρά το γεγονός αυτό, ο προφανής σκοπός του Ανακριτή, για τη δέσμευση της περιουσίας, προϋποθέτει την ύπαρξη ενδείξεων, αναφορά που ελλείπει από την διάταξη του Ανακριτή. Τουναντίον όμως, υπονοεί ότι έχω τελέσει την πράξη που μου αποδίδει με το κατηγορητήριο, αφού ρητώς διατυπώνεται στη διάταξη ότι: « Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κατηγορούμενη Βασιλική Σταμάτη έχει τελέσει το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική οργάνωση, το προϊόν της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 19.162.225 ελβετικών φράγκων κλπ». Αλλού δε, σε άλλο σημείο αναφέρεται στη διάταξη ότι «η δε Βασιλική Σταμάτη και άλλοι συγκατηγορούμενοι της μετέρχονταν διάφορες πράξεις νομιμοποίησης της παράνομης περιουσίας… γνωρίζοντας ότι προέρχονται από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας». γ. Διαβάθμιση εξελίξεως ενδείξεων: Η αρχή του προσήκοντος βαθμού υπονοιών ( η δύναμη των ενδείξεων), Για κίνηση ποινικής δίωξης (αρ. 43, 47 ΚΠΔ) αρκούν μικρού βαθμού υπόνοιες, Για έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος αποχρώσες ενδείξεις ενοχής (αρ. 310, 311, 313 ΚΠΔ), Για απευθείας εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο είναι αναγκαίες επαρκείς ενδείξεις ενοχής (αρ. 245 παρ. 2 σε συνδ. με 313 ΚΠΔ), Για την καταδικαστική απόφαση, απόδειξη ενοχής κατηγορουμένου. Υφίσταται επομένως, διαβάθμιση της αποδεικτικής δύναμης των ενδείξεων αρχίζοντας από την απλή ένδειξη (υπόνοια), συνεχίζοντας με τις «επαρκείς» και φτάνει στα όρια των αποχρωσών ενδείξεων οπότε αποφασίζεται η παραπομπή του κατηγορουμένου. Η ύπαρξη αυτής της διαβάθμισης κάθε φορά ταυτίζεται και με τη φάση της διαδικασίας στη οποία βρίσκεται η οικεία υπόθεση. Η Εισαγγελική Πρόταση προς τον Ανακριτή στηρίζεται ορθά στα εξής: «Στην προκειμένη περίπτωση από τη διενεργηθείσα μέχρι σήμερα κύρια ανάκριση και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε αυτής προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι….» Αντίθετα, ο ανακριτής ουδεμία απολύτως αναφορά κάνει στο πεδίο των «ενδείξεων», σοβαρών ή μη, και διατυπώνει χωρίς καμία επιφύλαξη κρίσεις – παραδοχές περί υπάρξεως της ενοχής μου. Η μη αναφορά στην ανακριτική διάταξη περί ύπαρξης συνδρομής ενδείξεων, θεμελιωτικών των ανωτέρω παραδοχών, και η πλήρης απουσία προσδιορισμού ενδείξεων, απλών, ισχυρών, ουσιωδών ή αποχρωσών, όπως η αξιολόγηση τους αποτυπώνεται στον ΚΠΔ, επιτρέπει την εντύπωση της βεβαίας γνώμης του Ανακριτή, καθ’ υπέρβαση των δικαιοδοτικών του αρμοδιοτήτων. - Απλούστερα, οι διατυπώσεις του Ανακριτή, κατά τον τρόπο της αποτυπώσεώς τους στη Διάταξή του, φαίνεται ότι συνιστούν δικαστικό πόρισμα, προαπαιτούμενο του οποίου είναι η αξιοποίηση των αποδεικτικών μέσων του ΚΠΔ, παρά το ότι η φάση στην οποία βρίσκεται τώρα η ποινική διαδικασία αρκείται νόμου σε σοβαρές ενδείξεις, δικονομική προϋπόθεση που θα κάλυπτε την ανάγκη έκδοσης της διάταξης, χωρίς την αποτύπωση ανάγλυφης της πεποίθησης του Ανακριτή περί το ότι τέλεσα την πράξη για την οποία κατηγορούμαι, με την συνακόλουθη συνέπεια την παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητάς μου, αφού, προ της απολογίας μου είχε πάψει να είναι αμερόληπτος ως προς την ενοχή μου ή μη, ως προς τη διάπραξη εκ μέρους μου πράξεων που μου αποδίδονται ή μη, όπως η παρ. 2 άρθρου 6 ΕΣΔΑ καθιερώνει, «Παv πρόσωπov κατηγoρoύµεvov επί αδικήµατι τεκµαίρεται ότι είvαι αθώov µέχρι της voµίµoυ απoδείξεως της εvoχής τoυ». Σημειωτέον ότι έχει γίνει διάκριση από το ΕΔΔΑ μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής αμεροληψίας, που εν προκειμένω έχει εφαρμογή. Β) Ως προς τις περαιτέρω σκέψεις της Εισαγγελικής Προτάσεως, περί αιτιολογιών που περιέχονται στις σκέψεις του Δικαστικού Συμβουλίου, αυτές εδράζονται επί της απλής προϋπόθεσης της διατυπώσεως ύπαρξης ενδείξεων. Διατύπωση που στην κρινόμενη περίπτωση ελλείπει παντελώς. Ασφαλώς, εάν στην Ανακριτική Διάταξη υφίστατο ως εισαγωγή της, η στερεότυπη έστω διατύπωση «από τις μέχρι τώρα ενδείξεις», δε θα εγεννάτο ζήτημα μεροληψίας, άρα και παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας.
Γ) Ασφαλώς η έκφραση γνώμης Δικαστή ή Εισαγγελέα δεν συνιστά λόγο εξαιρέσεως όπως έχει κριθεί (ΑΠ 631/2010). Όμως εν προκειμένω και αναλόγως της φάσεως που βρίσκεται η ποινική δίκη, το εκάστοτε αρμόδιο όργανο, αποφαινόμενο επ’ αυτών που κρίνει, πρέπει να συνδέει την κρίση του με το αντίστοιχο επίπεδο αποδεικτικών συλλογισμών και μέσων, ήτοι των σοβαρών ενδείξεων. Είναι γνωστό ότι στη φάση της προδικασίας αναφερόμεθα στις ενδείξεις, στη φάση της παραπομπής σε αποχρώσες ενδείξεις ενοχής και για την απόφαση (αθωωτική ή καταδικαστική) σε αποδείξεις όπως αυτές του άρθρου 178 ΚΠΔ κατά το οικείο δικονομικό σύστημα αποδείξεων στην ποινική δίκη. Διαφορετικά, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται τα αντίστοιχα στοιχεία (υποστηρικτικά της διάταξης, πρότασης κπλ.) παράγεται η εντύπωση ότι το δικαιοδοτικό όργανο που εκφέρει κρίση (όπως αυτές που διατυπώνονται, ως παραδοχές στην επίμαχη Ανακριτική Διάταξη) βρίσκεται εκτός του νομίμου πεδίου της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας, που απαιτείται για την επίτευξη της λειτουργίας της αποστολής αυτών.
Δ) Η διατύπωση των επίμαχων παραδοχών, χωρίς αναφορά σε ενδείξεις, με πλήρη απουσία «αποδεικτικών» για τη φάση που βρίσκεται η διαδικασία, θεμελίου, προ της απολογίας μου ως κατηγορουμένης, θέτει εν αμφιβόλω την αμεροληψία του Ανακριτή, με την εντεύθεν προκύπτουσα παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς μου. Επακολούθημα αυτού η παραβίαση του δικαιώματός μου να απολογηθώ σε αμερόληπτο δικαστικό όργανο και η εντεύθεν παραβίαση της παρ.1 εδ. δ’ 171 ΚΠΔ που έχει ενσωματώσει με το ν. 3904/2010 και τις παραβιάσεις της ΕΣΔΑ. - Κρίσεις δικαστού πριν την έκδοση αποφάσεως συνιστούν παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, έχει κριθεί κατ’ επανάληψη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΙΤΟΥΜΑΙ Κατόπιν αυτών, παρακαλώ αξιότιμε Κύριε Εισαγγελέα Να διερευνήσετε τους προβαλλόμενους με την παρούσα μου ισχυρισμούς και αιτιάσεις, Να ελέγξετε και αυτεπαγγέλτως την τήρηση της νομιμότητας της μέχρι στιγμής διαδικασίας, τόσο ως προς την τύχη της αιτήσεως εξαιρέσεως, που με το υπό κρίση βούλευμα απερρίφθη, όσο και της προσωρινής μου κρατήσεως που διετάχθη με ένταλμα (υπ’ αριθ. 7/2012) του ίδιου Ανακριτή, αφού έχετε την υπέρτατη διεύθυνση, των περί την Ανάκριση κατά τις διατάξεις του άρθρου 35 ΚΠΔ, Να ασκήσετε αναίρεση κατά του υπ’ αριθ. 1604/2012 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών Βουλεύματος εντός του πλαισίου της αρμοδιότητάς ΣΑΣ, Επισυνάπτεται στην παρούσα εξουσιοδότηση της αιτούσας Βασιλικής Σταμάτη προς τους δικηγόρους που υπογράφουν την παρούσα, καθώς και το υπ’ αριθ. 1604/2012 Βούλευμα, και η Ανακριτική Διάταξη 4/2012, καθώς και τα κρίσιμα έγγραφα που αναφέρονται στην παρούσα.
Οι εξουσιοδοτημένοι συνήγοροι της αιτούσας
Αίτηση με την οποία ζητούν να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε ως αβάσιμο το αίτημα της Σταμάτη για εξαίρεση του ανακριτή Γαβριήλ Μαλλή, κατέθεσαν σήμερα οι δικηγόροι της συζύγου του Άκη Τσοχατζόπουλου.Η σύζυγος του Άκη Τσοχατζόπουλου υποστηρίζει πως ...
ο ανακριτής έκανε υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του, καθώς στη διάταξη απαγόρευσης, εκποίησης ή μεταβίβασης του ακινήτου επί της οδού Αρεοπαγίτου 33 στην Αθήνα, αναφέρει ότι το ακίνητο προέρχεται από έσοδα εγκληματικής δραστηριότητας.
Έτσι όμως θεώρησε ότι όντως έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, δίνοντας παράλληλα την εντύπωση ότι έχει διατυπώσει ήδη πλήρη γνώμη για το πρόσωπο της πριν την απολογία της.
Στην αίτηση προς τον κ. Τέντε, οι δικηγόροι της Σταμάτη υποστηρίζουν ότι το απορριπτικό βούλευμα επί της αίτησης εξαίρεσης πάσχει, λόγω έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Ο κ. Τέντες θα αναθέσει σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου να μελετήσει την αίτηση και στην συνέχεια θα αποφανθεί.ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΑΊΤΗΣΗ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ:
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ
Της κατηγορουμένης Βασιλικής Σταμάτη, συζ. Αποστόλου – Αθανασίου Τσοχατζόπουλου, κατοίκου Αθηνών, οδός Διον. Αρεοπαγίτου 33, νυν κρατουμένης στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού.
Αθήνα, 3 Μαϊου 2011
Αξιότιμε κύριε Εισαγγελέα, Με την παρούσα μου αιτούμαι να διερευνήσετε το ενδεχόμενο ασκήσεως αναιρέσεως εκ μέρους ΣΑΣ κατά του υπ’ αριθμόν 1604/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που εκδόθηκε στις 27.04.2012, στην Αθήνα.
Ι. Το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την εν λόγω δικονομική πράξη είναι αυτό που καθορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 16, 17, 483 παρ. 3 και 484, 171 παρ. 1 εδ. δ’ όπως ισχύει μετά την συμπλήρωση του δια της παρ. 2 του άρθρου 11 του νόμου 3904/2010 σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), και των συναφών προς αυτήν άρθρων 239 παρ. 2 και 274 εδ. β’ ΚΠΔ.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 483 παρ. 3 ΚΠΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στον Γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 εδ. β’. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιονδήποτε βουλεύματος, είτε οριστικού, είτε προδικαστικού ή παρεμπίπτοντoς. Το δικαίωμα δε αυτό του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να ζητεί την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος δηλαδή και εκείνων των βουλευμάτων που δεν παρέχεται σχετικό δικαίωμα στον κατηγορούμενο, αιτιολογείται διότι όπως προκύπτει από το άρθρο 88 παρ. 1, 5 του Συντάγματος, ο Εισαγγελέας είναι δικαστικός λειτουργός και με την ιδιότητά του αυτή ενεργεί ως εκπρόσωπος της πολιτείας, εντός του κύκλου των νομίμων αρμοδιοτήτων του, προς διαφύλαξη και διασφάλιση της σύννομης κοινωνικής συμβίωσης. Εντός των ορίων των νομίμων αρμοδιοτήτων του, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει και την αναίρεση του βουλεύματος που εκδίδεται από το Δικαστικό Συμβούλιο, αποφαινομένου επί αιτήσεως κατηγορουμένου για εξαίρεση του ανακριτή της υποθέσεώς του. Δείτε το ΑΠ 1894/2010 του Ζ’ τμ. (Στ Συμβ)
ΙΙΙ. Το υπό κρίση βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με αριθμό 1604/2012 (ημερ. Έκδοσης 27.4.2012) αποφαίνεται επί αιτήσεως μου, περί εξαιρέσεως του Ανακριτή της υποθέσεως για την οποία κατηγορούμαι, όπως περαιτέρω θα εκθέσω.
ΙV. Υπέβαλα δια του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών προς το Δικαστικό Συμβούλιο των Πρωτοδικών Αθηνών, με την ιδιότητα της κατηγορουμένης, αίτηση εξαιρέσεως του Ανακριτή του ν. 4022/2011 με το εξής (κατά τα κύρια σημεία) περιεχόμενο: «Α. Στις 25.04.2012 μου επεδόθη η υπ’ αριθμ. 4/20.04.2012 Διάταξή του ειδικού ανακριτού του Ν. 4022/2011, δυνάμει της οποίας απαγορεύτηκε η εκποίηση ή με οιοδήποτε άλλο τρόπο μεταβίβαση οριζοντίων ιδιοκτησιών μου, κειμένων στην οδό Αρεοπαγίτου αρ.33, ως εκ του ότι αυτές προέρχονται από έσοδα από παράνομη εγκληματική δραστηριότητα. Για τη θεμελίωση της εν λόγω Διατάξεώς, διαλαμβάνoνται στη Διάταξή του ανωτέρω ανακριτή, μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Από τις μέχρι τώρα έρευνες προκύπτει ότι οι άνω κατηγορούμενοι, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές έτους 1998 έως τον Απρίλιο του έτους 2012 τουλάχιστον, από κοινού με άλλους, συνέστησαν και συμμετείχαν σε οργάνωση που είχε σκοπό τη διάπραξη νομιμοποίησης εσόδων, προερχόμενων από το έγκλημα της κατ’ εξακολούθηση παθητικής δωροδοκίας του Απόστολου-Αθανασίου Τσοχατζόπουλου, για την αγορά υποβρυχίων και οπλικών συστημάτων TOR M-1 από τις εταιρείες Ferrostaal και ANTEY αντίστοιχα, τελεσθείσας σε βάρος του Δημοσίου, με ζημία του Δημοσίου άνω των 150.000 ευρώ. Στα πλαίσια αυτής της οργάνωσης και για την πραγμάτωση του σκοπού της, μεταξύ άλλων, συνέστησαν τις εταιρίες BLUBELL SA, NOBILIS και TORCASO, μέσω των οποίων προέβησαν σε διάφορες πράξεις νομιμοποίησης παράνομων εσόδων. Ο Απόστολος-Αθανάσιος Τσοχατζόπουλος, από κοινού με άλλον διεύθυνε την οργάνωση και κατένειμε τους ρόλους και ήταν ο ιδιοκτήτης των άνω υπεράκτιων εταιριών στις οποίες διοχετεύονταν τα χρήματα της δωροδοκίας, η δε κατηγορούμενη Βασιλική Σταμάτη και άλλοι συγκατηγορούμενοι της, μετέρχονταν διάφορες πράξεις νομιμοποίησης της παράνομης περιουσίας, είτε αποκρύπτοντας είτε μετατρέποντας είτε αποκτώντας μέρος της παράνομης περιουσίας αυτής, γνωρίζοντας ότι προέρχεται από την άνω παράνομη πράξη της παθητικής δωροδοκίας, με σκοπό την απόκρυψη της παράνομης προέλευσής της». Περαιτέρω δε διαλαμβάνει ο ανακριτής και ετέρα σκέψη-παραδοχή που αποτελεί τη δικαιολογητική βάση της Διατάξεώς του και τα εξής:
«Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κατηγορούμενη Βασιλική Σταμάτη έχει τελέσει το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική οργάνωση, το προϊόν της οποίας ανέρχεται το λιγότερο στο ποσό των 19.162.225 ελβετικών φράγκων, στο ποσό των 20.630.547 δολαρίων ΗΠΑ, στο ποσό των 11.411.000 ευρώ και στο ποσό των 98.500.000 δραχμών». Εν όψει αυτού και των προαναφερομένων στην εν λόγω Διάταξή, την οποία επισυνάπτω στην παρούσα, εύλογα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο ανακριτής έχει καταλήξει σε βέβαια κρίση περί της ενοχής μου. Αντίθετα, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών κα. Κυβέλου που πρότεινε επί του ιδίου θέματος, κατόπιν του υπ’ αριθμ. πρωτ. 31/2012 εγγράφου, πρότεινε την απαγόρευση της εκποίησης ή μεταβίβασης της εν λόγω ιδιοκτησίας με την εξής εισαγωγική και νομική σκέψη: «Στην προκείμενη περίπτωση από τη διενεργηθείσα μέχρι σήμερα κύρια ανάκριση και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε αυτής προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι οι άνω κατηγορούμενοι (…)».
Β. Είναι επίσης προφανές, ότι η παραδοχή, που αποτελεί τη βάση της εν λόγω διατάξεως, φαίνεται ότι συνιστά υπέρβαση του δικαιοδοτικού ρόλου του ανακριτού, υπό την έννοια του ότι θεωρεί δεδομένη την τέλεση της πράξης από εμένα, τη δε αρμοδιότητα της καταφάσεως ή μη, οιασδήποτε αξιόποινης πράξης την έχει το δικαστήριο επί τη βάσει αποδείξεων. Ο ανακριτής στηρίζει το πόρισμά του στο εξής: «Από τις μέχρι σήμερα έρευνες προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι …». Δηλαδή η κρίση του δεν στηρίζεται σ’ αυτό που ο νόμος απαιτεί, ήτοι σοβαρές ενδείξεις, αλλά στην αόριστη και ασαφή διατύπωση «τις μέχρι τώρα έρευνες», οι οποίες τον οδήγησαν στη διαμόρφωση ήδη καταδικαστικού για μένα πορίσματος, αφού η κρίση αυτή διατυπώνεται με απόλυτη βεβαιότητα. Όμως ο κατηγορούμενος απολογούμενος, ενώπιον του Ανακριτή και κατά τα κρατούντα στο ημεδαπό δικονομικό δίκαιο, πρέπει να έχει αντικειμενικό, αμερόληπτο και απροσωπόληπτο δικαστή και είναι αυτός που δεν παραβιάζει με προσχηματισμένη κρίση του, όπως η προεκτεθείσα, το τεκμήριο αθωότητας μου. Το οποίο τεκμήριο κατοχυρώνεται και καθιερώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Σύμβασης (ΕΣΔΑ), το αληθές περιεχόμενο του οποίου προστατεύει τον κατηγορουμένου από οιαδήποτε επίσημη δήλωση περί της ενοχής πριν από την έκδοση απόφασης από το αρμόδιο δικαστήριο. (Lavents κατά Λετονίας, 28 Νοεμβρίου 2002αριθμ. προσφ.58442/00,§§125-126).
Ενόψει αυτού, ζητώ να εξαιρεθεί της περαιτέρω ανακρίσεως και της λήψεως απολογίας μου, αφού φαίνεται ότι έχει ήδη διατυπωμένη πλήρως σχηματισθείσα γνώμη υπό την έννοια, που στο νομικό λόγο καθιερώνεται ως εξωτερική μεροληψία του δικαστηρίου και εν προκειμένω του ανακριτού δικαστού. Γ. Ασφαλώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 274 ΚΠΔ, ιδία το εδάφιο β’ του άρθρου αυτού: «(…) Όποιος ενεργεί την εξέταση πρέπει να ερευνά με επιμέλεια κάθε περιστατικό που επικαλέσθηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια.»
Αναρωτιέται κανείς, αφ’ ης στιγμής ο ανακριτής θεωρεί δεδομένη την τέλεση της πράξεως από εμένα, θα έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει με την προσήκουσα επιμέλεια τα περιστατικά που θα επικαλεστώ κατά την απολογία μου, για την εξακρίβωση της αλήθειας; Επειδή προκύπτει ότι ο ανακριτής έχει εδραιωμένη πεποίθηση ότι έχω τελέσει το αδίκημα για το οποίο κατηγορούμαι, σύμφωνα με τις παραδοχές της προαναφερθείσας Διατάξεώς του, παραδοχές που διατυπώνονται κατά τρόπο απόλυτο και κατηγορηματικό, είναι προφανές ότι προκαλούνται πλέον σοβαρές υπόνοιες μεροληψίας εις βάρος μου, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 14 ΚΠΔ, στο οποίο διαλαμβάνονται οι λόγοι εξαιρέσεως των δικαστικών προσώπων μεταξύ των οποίων και ο ανακριτής, όπως ορίζεται στον Οργανισμό Δικαστηρίων και κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ, παράβαση επαγόμενη ήδη την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατ’ άρθρο 171 παρ.1 δ’, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του από το Ν. 3904/2010.
Ενόψει αυτού, σας παρακαλώ να δεχτείτε ότι συντρέχει λόγος εξαιρέσεως του κ. ανακριτού από την περαιτέρω ανακριτική διαδικασία, καθ’ ο μέρος με αφορά σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15 ΚΠΔ». V. Αυθημερόν η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών εισήγαγε την αίτησή μου στο Δικαστικό Συμβούλιο, υποβάλλοντας σχετική πρόταση απορριπτική της αιτήσεώς μου κρίνοντάς την αβάσιμη, το δε Δικαστικό Συμβούλιο δια του υπό έλεγχο Βουλεύματος, αναφερόμενο καθ’ ολοκληρίαν στην Εισαγγελική Πρόταση απέρριψε την αίτησή μου. 1. Εκθέτω περαιτέρω την Εισαγγελική Πρόταση, την οποία υιοθέτησε το Δικαστικό Συμβούλιο, προκειμένου ακολούθως να διατυπώσω τις νομικές πλημμέλειες, που αποδίδω στο Βούλευμα:
«Στην προκειμένη περίπτωση, με την ΑΟΙΕ/2010/367 παραγγελία μας για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, ασκήθηκε ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων προσώπων και σε βάρος της αιτούσας για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κοινού, κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσα κατ’ επάγγελμα (άρθρα 13στ’, 45, 98 ΠΚ και 1α περ. αιβ, αιζ, β’, 2 παρ. 1 εδ. βα ν 2331/1995 όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το ν. 3424/2005, αρ. 1α, I δδ, ii, β, 2 παρ. 1βα του ίδιου νόμου, όπως ίσχυαν μετά την τροποποίησή τους με το ν 3424/2005 έως την κατάργησή του με το ν. 3691/2008, άρθρα, 2 παρ. 1, 2, 3ρ. γ, ιθ, όπως η τελευταία περίπτωση ίσχυε με την αρίθμηση αυτή πριν την ισχύ του νόμου 4042/2012, 54 παρ. 1 γ-α, ε, 2, 4 ν 3691/2008) Η διενέργεια της ανακρίσεως ανατέθηκε στον ειδικό Ανακριτή του ν. 4022/2011 Πρόεδρο Πρωτοδικών Γαβριήλ Μαλλή, ο οποίος στα πλαίσια των καθηκόντων του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 48 και 46 του ν. 3691/2008, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, εξέδωσε την 4/2012 διάταξη, με την οποία απαγορεύτηκε η εκποίηση ή η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο μεταβίβαση των περιγραφομένων σε αυτή οριζοντίων ιδιοκτησιών της αιτούσας επί της οδού Δ. Αρεοπαγίτου αρ. 33. Είναι προφανές ότι η ανωτέρω ενέργεια συνιστά κατεπείγουσα ανακριτική πράξη προβλεπόμενη στις ανωτέρω διατάξεις, στην δε αιτιολογία αυτής περιλαμβάνεται απόσπασμα της αποδιδόμενης στην αιτούσα κατηγορίας ενώ αναφέρεται ρητά, όπως άλλωστε σημειώνεται και στην υπό κρίση αίτηση, ότι η ανακριτική πράξη αυτή στηρίζεται στις μέχρι την έκδοση αυτής έρευνες (από τις μέχρι τώρα έρευνες). Η δε σχετική αναφορά έχει ως αποκλειστικό σκοπό την αιτιολόγηση της συγκεκριμένης διάταξης απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων, κατά το χρόνο που εκδόθηκε, και ουδόλως συνιστά εκπεφρασμένη άποψη περί της ενοχής της αιτούσας. Η αιτιολογία του Ανακριτή απέβλεπε επομένως αποκλειστικά στην ανάδειξη του δημόσιου συμφέροντος για τη λήψη του συγκεκριμένου προσωρινού, συντηρητικού μέτρου κατεπείγοντος χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση στην έκφραση άποψης επί της ενοχής ή μη της αιτούσας – κατηγορουμένης. Άλλωστε, δεν έχει ακόμη λάβει χώρα η απολογία της κατηγορουμένης, που συνιστά αποδεικτικό μέσο, κατά τα προβλεπόμενα στον ΚΠΔ και η οποία συνεκτιμώμενη με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, θα συμβάλει στη διαλεύκανση της υπόθεσης. Σημειώνεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, μόνη η έκφραση γνώμης δικαστή ή εισαγγελέα δε συνιστά λόγο εξαιρέσεως (ΑΠ 631/2010 Α’ Δημοσ. ΝΟΜΟΣ) Εξάλλου, όπως έχει κριθεί και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (υπόθεση Γιοσάκης κατά Ελλάδας) οι αιτιολογίες των αποφάσεων του ανακριτή και του δικαστικού συμβουλίου δεν αντανακλούν τη βεβαιότητα των εν λόγω αρχών ότι αυτός τον οποίο αφορούν έχει διαπράξει τις πράξεις που του αποδίδονται, αλλά χρησιμοποιούνται με σκοπό να δικαιολογηθεί η λήψη σε βάρος αυτού μέτρων, κατά περίπτωση. Στη συγκεκριμένη υπόθεση κρίθηκε μάλιστα ότι, ακόμη κι αν ο προσφεύγων θεωρεί ότι φανερώνουν περιφρόνηση, και σε ορισμένες περιπτώσεις προκατάληψη για το άτομό του, δε θα μπορούσε ωστόσο να θεωρηθεί ότι προδικάζουν την ενοχή του και το Δικαστήριο εκτίμησε ότι ουδέν ζήτημα τίθεται ως προς το άρθρο 6 παρ. 2 της Σύμβασης. Συνεπώς, ο ανωτέρω Ανακριτής ουδόλως υπερέβη τον δικαιοδοτικό του ρόλο, με την έκδοση της υπό κρίση διατάξεως, ούτε παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας της αιτούσας, ενώ η αιτιολογία αυτής δεν συνιστά εκπεφρασμένη άποψη περί της ενοχής της κατηγορουμένης στηριζόμενη αποκλειστικά στις μέχρι την έκδοση της σχετικής διάταξης ενδείξεις («από τις μέχρι τώρα έρευνες»). Τέλος, ως προς τον ισχυρισμό περί δεύτερης δεσμεύσεως των ιδίων περιουσιακών στοιχείων είναι προφανές ότι αφενός μεν δεν αφορά την παρούσα διαδικασία αυτοτελή και εντελώς διάφορη κάθε άλλης, αφετέρου δε, η επικαλούμενη από την αιτούσα δημοσιότητα δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, ούτε συνιστά τρόπο πληροφόρησης του Ανακριτή. Σε κάθε περίπτωση δε, δεν είναι κατανοητή η επίκληση της δήθεν παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας δεδομένου ότι, ουδεμία περαιτέρω βλάβη επήλθε στην αιτούσα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί της αιτούσας ότι ο παραπάνω Ανακριτής, προκάλεσε υπόνοιες μεροληψίας σε βάρος της αιτούσας και ειδικότερα ότι οι μέχρι τώρα ενέργειές του κατά τη διάρκεια της διενεργούμενης από αυτόν ανάκρισης ήταν αποτέλεσμα προκατάληψης και δυσμένειας έναντι της αιτούσας. Αντίθετα, προέκυψε ότι οι ενέργειές του ήταν απολύτως σύννομες και σύμφωνες με τα καθήκοντα της υπηρεσίας του».
Το Δικαστικό Συμβούλιο απέρριψε την αίτησή μου κατά παραδοχή της Εισαγγελικής Προτάσεως με την εξής αιτιολογία: «ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ… Για όσους λόγους αναπτύσσονται και αναλύονται στην παραπάνω Εισαγγελική Πρόταση, στους οποίους ως νομίμως και βασίμως το Συμβούλιο αναφέρεται καθ’ ολοκληρία πρέπει α) Να απορριφθεί η από 27.4.2012 αίτηση εξαιρέσεως της Βασιλικής Σταμάτη, συζ. Αποστόλου – Αθανασίου Τσοχατζόπουλου, κατοίκου Αθηνών, με την οποία ζητεί την εξαίρεση του ειδικού Ανακριτή του ν. 4022/2011, Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών Γαβριήλ Μαλλή και β) Να επιβληθούν τα έξοδα…»
VI. ΑΠΟΔΙΔΟΜΕΝΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΕΣ
Η απόλυτη ακυρότητα και η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος.
Α) Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 138 ΚΠΔ, «τα Βουλεύματα του Δικαστικού Συμβουλίου και οι διατάξεις του Ανακριτή εκδίδονται ύστερα από γραπτή πρόταση του Εισαγγελέα ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά». Κατά δε την παρ. 3 του ιδίου άρθρου «η παράβαση της παρ. 2 συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης, του βουλεύματος και των διατάξεων».
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 139 ΚΠΔ:
«Οι αποφάσεις και τα βουλεύματα, καθώς και οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα, πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα, ενώ η καταδικαστική απόφαση και το παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να αναφέρουν και τον αριθμό του άρθρου του ποινικού νόμου που εφαρμόζεται (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ` και ε` και 510 παρ.1 στοιχ. δ` και η` ).
"Μόνη η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου δεν αρκεί για την
αιτιολογία.
Αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά
από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους
αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε».
Περαιτέρω η κατά τα ως άνω αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται, όλα τα διαλαμβανόμενα σ’ αυτήν, με την προϋπόθεση ότι στην Εισαγγελική πρόταση εκτίθενται σαφώς και ορισμένως, όλα εκείνα τα στοιχεία που πιστοποιούν την ύπαρξη της πλήρους, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Β) Από τα παραπάνω προκύπτουν τα εξής: Εν σχέσει προς το εξεταζόμενο Βούλευμα : α. Δεν βεβαιώνεται στο Βούλευμα ότι η Εισαγγελέας που υπέβαλε την πρόταση στο Συμβούλιο ανέπτυξε αυτήν και προφορικά, όπως ο νόμος άλλωστε επί ποινή απολύτου ακυρότητας του Βουλεύματος (παρεμπίπτοντως αναφέρω ότι και για την έκδοση της υπ’ αριθμόν 4/2012 Διάταξης του Ανακριτή του ν. 4022/2011, που αποτέλεσε και τη βάση της αίτησής μου για την εξαίρεσή του, πάλι δεν προκύπτει ότι η την πρόταση της η Εισαγγελέας ανέπτυξε και προφορικά). β. «H αναφορά του Ανακριτή έχει ως σκοπό την αιτιολογία της συγκεκριμένης διάταξης , και ουδόλως συνιστά εμπεριστατωμένη άποψη περί την ενοχή της αιτούσας». Όμως παρά το γεγονός αυτό, ο προφανής σκοπός του Ανακριτή, για τη δέσμευση της περιουσίας, προϋποθέτει την ύπαρξη ενδείξεων, αναφορά που ελλείπει από την διάταξη του Ανακριτή. Τουναντίον όμως, υπονοεί ότι έχω τελέσει την πράξη που μου αποδίδει με το κατηγορητήριο, αφού ρητώς διατυπώνεται στη διάταξη ότι: « Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κατηγορούμενη Βασιλική Σταμάτη έχει τελέσει το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική οργάνωση, το προϊόν της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 19.162.225 ελβετικών φράγκων κλπ». Αλλού δε, σε άλλο σημείο αναφέρεται στη διάταξη ότι «η δε Βασιλική Σταμάτη και άλλοι συγκατηγορούμενοι της μετέρχονταν διάφορες πράξεις νομιμοποίησης της παράνομης περιουσίας… γνωρίζοντας ότι προέρχονται από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας». γ. Διαβάθμιση εξελίξεως ενδείξεων: Η αρχή του προσήκοντος βαθμού υπονοιών ( η δύναμη των ενδείξεων), Για κίνηση ποινικής δίωξης (αρ. 43, 47 ΚΠΔ) αρκούν μικρού βαθμού υπόνοιες, Για έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος αποχρώσες ενδείξεις ενοχής (αρ. 310, 311, 313 ΚΠΔ), Για απευθείας εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο είναι αναγκαίες επαρκείς ενδείξεις ενοχής (αρ. 245 παρ. 2 σε συνδ. με 313 ΚΠΔ), Για την καταδικαστική απόφαση, απόδειξη ενοχής κατηγορουμένου. Υφίσταται επομένως, διαβάθμιση της αποδεικτικής δύναμης των ενδείξεων αρχίζοντας από την απλή ένδειξη (υπόνοια), συνεχίζοντας με τις «επαρκείς» και φτάνει στα όρια των αποχρωσών ενδείξεων οπότε αποφασίζεται η παραπομπή του κατηγορουμένου. Η ύπαρξη αυτής της διαβάθμισης κάθε φορά ταυτίζεται και με τη φάση της διαδικασίας στη οποία βρίσκεται η οικεία υπόθεση. Η Εισαγγελική Πρόταση προς τον Ανακριτή στηρίζεται ορθά στα εξής: «Στην προκειμένη περίπτωση από τη διενεργηθείσα μέχρι σήμερα κύρια ανάκριση και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε αυτής προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι….» Αντίθετα, ο ανακριτής ουδεμία απολύτως αναφορά κάνει στο πεδίο των «ενδείξεων», σοβαρών ή μη, και διατυπώνει χωρίς καμία επιφύλαξη κρίσεις – παραδοχές περί υπάρξεως της ενοχής μου. Η μη αναφορά στην ανακριτική διάταξη περί ύπαρξης συνδρομής ενδείξεων, θεμελιωτικών των ανωτέρω παραδοχών, και η πλήρης απουσία προσδιορισμού ενδείξεων, απλών, ισχυρών, ουσιωδών ή αποχρωσών, όπως η αξιολόγηση τους αποτυπώνεται στον ΚΠΔ, επιτρέπει την εντύπωση της βεβαίας γνώμης του Ανακριτή, καθ’ υπέρβαση των δικαιοδοτικών του αρμοδιοτήτων. - Απλούστερα, οι διατυπώσεις του Ανακριτή, κατά τον τρόπο της αποτυπώσεώς τους στη Διάταξή του, φαίνεται ότι συνιστούν δικαστικό πόρισμα, προαπαιτούμενο του οποίου είναι η αξιοποίηση των αποδεικτικών μέσων του ΚΠΔ, παρά το ότι η φάση στην οποία βρίσκεται τώρα η ποινική διαδικασία αρκείται νόμου σε σοβαρές ενδείξεις, δικονομική προϋπόθεση που θα κάλυπτε την ανάγκη έκδοσης της διάταξης, χωρίς την αποτύπωση ανάγλυφης της πεποίθησης του Ανακριτή περί το ότι τέλεσα την πράξη για την οποία κατηγορούμαι, με την συνακόλουθη συνέπεια την παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητάς μου, αφού, προ της απολογίας μου είχε πάψει να είναι αμερόληπτος ως προς την ενοχή μου ή μη, ως προς τη διάπραξη εκ μέρους μου πράξεων που μου αποδίδονται ή μη, όπως η παρ. 2 άρθρου 6 ΕΣΔΑ καθιερώνει, «Παv πρόσωπov κατηγoρoύµεvov επί αδικήµατι τεκµαίρεται ότι είvαι αθώov µέχρι της voµίµoυ απoδείξεως της εvoχής τoυ». Σημειωτέον ότι έχει γίνει διάκριση από το ΕΔΔΑ μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής αμεροληψίας, που εν προκειμένω έχει εφαρμογή. Β) Ως προς τις περαιτέρω σκέψεις της Εισαγγελικής Προτάσεως, περί αιτιολογιών που περιέχονται στις σκέψεις του Δικαστικού Συμβουλίου, αυτές εδράζονται επί της απλής προϋπόθεσης της διατυπώσεως ύπαρξης ενδείξεων. Διατύπωση που στην κρινόμενη περίπτωση ελλείπει παντελώς. Ασφαλώς, εάν στην Ανακριτική Διάταξη υφίστατο ως εισαγωγή της, η στερεότυπη έστω διατύπωση «από τις μέχρι τώρα ενδείξεις», δε θα εγεννάτο ζήτημα μεροληψίας, άρα και παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας.
Γ) Ασφαλώς η έκφραση γνώμης Δικαστή ή Εισαγγελέα δεν συνιστά λόγο εξαιρέσεως όπως έχει κριθεί (ΑΠ 631/2010). Όμως εν προκειμένω και αναλόγως της φάσεως που βρίσκεται η ποινική δίκη, το εκάστοτε αρμόδιο όργανο, αποφαινόμενο επ’ αυτών που κρίνει, πρέπει να συνδέει την κρίση του με το αντίστοιχο επίπεδο αποδεικτικών συλλογισμών και μέσων, ήτοι των σοβαρών ενδείξεων. Είναι γνωστό ότι στη φάση της προδικασίας αναφερόμεθα στις ενδείξεις, στη φάση της παραπομπής σε αποχρώσες ενδείξεις ενοχής και για την απόφαση (αθωωτική ή καταδικαστική) σε αποδείξεις όπως αυτές του άρθρου 178 ΚΠΔ κατά το οικείο δικονομικό σύστημα αποδείξεων στην ποινική δίκη. Διαφορετικά, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται τα αντίστοιχα στοιχεία (υποστηρικτικά της διάταξης, πρότασης κπλ.) παράγεται η εντύπωση ότι το δικαιοδοτικό όργανο που εκφέρει κρίση (όπως αυτές που διατυπώνονται, ως παραδοχές στην επίμαχη Ανακριτική Διάταξη) βρίσκεται εκτός του νομίμου πεδίου της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας, που απαιτείται για την επίτευξη της λειτουργίας της αποστολής αυτών.
Δ) Η διατύπωση των επίμαχων παραδοχών, χωρίς αναφορά σε ενδείξεις, με πλήρη απουσία «αποδεικτικών» για τη φάση που βρίσκεται η διαδικασία, θεμελίου, προ της απολογίας μου ως κατηγορουμένης, θέτει εν αμφιβόλω την αμεροληψία του Ανακριτή, με την εντεύθεν προκύπτουσα παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς μου. Επακολούθημα αυτού η παραβίαση του δικαιώματός μου να απολογηθώ σε αμερόληπτο δικαστικό όργανο και η εντεύθεν παραβίαση της παρ.1 εδ. δ’ 171 ΚΠΔ που έχει ενσωματώσει με το ν. 3904/2010 και τις παραβιάσεις της ΕΣΔΑ. - Κρίσεις δικαστού πριν την έκδοση αποφάσεως συνιστούν παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, έχει κριθεί κατ’ επανάληψη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΙΤΟΥΜΑΙ Κατόπιν αυτών, παρακαλώ αξιότιμε Κύριε Εισαγγελέα Να διερευνήσετε τους προβαλλόμενους με την παρούσα μου ισχυρισμούς και αιτιάσεις, Να ελέγξετε και αυτεπαγγέλτως την τήρηση της νομιμότητας της μέχρι στιγμής διαδικασίας, τόσο ως προς την τύχη της αιτήσεως εξαιρέσεως, που με το υπό κρίση βούλευμα απερρίφθη, όσο και της προσωρινής μου κρατήσεως που διετάχθη με ένταλμα (υπ’ αριθ. 7/2012) του ίδιου Ανακριτή, αφού έχετε την υπέρτατη διεύθυνση, των περί την Ανάκριση κατά τις διατάξεις του άρθρου 35 ΚΠΔ, Να ασκήσετε αναίρεση κατά του υπ’ αριθ. 1604/2012 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών Βουλεύματος εντός του πλαισίου της αρμοδιότητάς ΣΑΣ, Επισυνάπτεται στην παρούσα εξουσιοδότηση της αιτούσας Βασιλικής Σταμάτη προς τους δικηγόρους που υπογράφουν την παρούσα, καθώς και το υπ’ αριθ. 1604/2012 Βούλευμα, και η Ανακριτική Διάταξη 4/2012, καθώς και τα κρίσιμα έγγραφα που αναφέρονται στην παρούσα.
Οι εξουσιοδοτημένοι συνήγοροι της αιτούσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να αποφευχθούν περιπτώσεις εμφάνισης υβριστικών σχολίων ή άλλων ποινικά κολάσιμων πράξεων, όλα τα σχόλια πριν δημοσιευτούν ελέγχονται.
Παρακαλούμε μην αποστέλετε πληροφορίες άχρηστες προς τη λειτουργία του συγκεκριμένου blog.
Τα μηνύματα είναι προσωπικές απόψεις των αποστολέων και σε καμία περίπτωση δεν εκφράζουν τους δημιουργούς ή διαχειριστές της συγκεκριμένης σελίδας.