Διαβάστε τι λένε 5 οικονομολόγοι για τους τρόπους με τους οποίους είναι δυνατή η ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας και σε τι χρονικό ορίζοντα...
Ηλίας Λεκκός
Διευθυντής Οικονομικής Ανάλυσης και Αγορών τησ Τράπεζας Πειραιώς
Τρία βήματα για τη σταδιακή έξοδο της χώρας από την κρίση
Η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου όσο και η αναμενόμενη ψήφιση του προϋπολογισμού αποτελούν επώδυνα αλλά απαραίτητα βήματα για την διασφάλιση της επιβίωσης της ελληνικής οικονομίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η επόμενη περίοδος θα πάψει να είναι ιδιαίτερα δύσκολη και κρίσιμη. Η ανάλυση μας καταδεικνύει ότι η διάρκεια και η ένταση της σημερινής κρίσης είναι αποτέλεσμα της ταυτόχρονης επίδρασης τριών παραγόντων. Καταρχήν η άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής έχει φτάσει σε πρωτοφανή περιοριστικά επίπεδα.
Ακόμα και με πολύ μετριοπαθείς υποθέσεις σχετικά με την αλληλεπίδραση μεταξύ περικοπών και ΑΕΠ, τα δημοσιονομικά μέτρα θα συμβάλουν καθοριστικά στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας. Ταυτόχρονα, οι δομικές αλλαγές οι οποίες επιβάλλονται στην ελληνική οικονομία μπορεί σε βάθος χρόνου να βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα και να αυξάνουν τα δυνητικά επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας, ωστόσο βραχυχρόνια «καταστρέφουν» εισοδήματα και προσόδους επιβαρύνοντας έτσι την ήδη αρνητική συγκυρία. Τέλος, οι νομισματικές συνθήκες στην ελληνική οικονομία είναι ασφυκτικές. Σε πλήρη αντίθεση με οποιαδήποτε οικονομική θεωρία και πολιτική, το πραγματικό κόστος χρήματος στη Ελλάδα συνεχώς αυξάνεται, ενώ και η ρευστότητα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.
Και αυτό παρά το γεγονός ότι έχουμε καταδείξει –με οικονομετρική τεκμηρίωση– ότι η απομόχλευση οδηγεί και σε πτώση του ΑΕΠ και σε μείωση των καταθέσεων. Δεδομένης λοιπόν της πολύ δύσκολης τωρινής συγκυρίας το ζητούμενο είναι εάν υπάρχουν δράσεις και πολιτικές, οι οποίες μπορούν να μας απεγκλωβίσουν από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης, των ελλειμμάτων και των περικοπών. Η ανάλυση των οικονομικών κύκλων καταδεικνύει ότι η ανάπτυξη μπορεί να επανέλθει αργά αλλά σταθερά σε τρία διακριτά στάδια. Πιο συγκεκριμένα, μελετώντας ένα μεγάλο εύρος οικονομιών συμπεραίνουμε ότι μετά από μια περίοδο ύφεσης, η οικονομική δραστηριότητα σταθεροποιείται μόνο εφόσον ο ιδιωτικός τομέας (δηλαδή επιχειρήσεις και νοικοκυριά) αρχίσουν να υιοθετούν μια λιγότερο αμυντική και περισσότερο αισιόδοξη στάση για το μέλλον.
Συνεπώς η βελτίωση των προσδοκιών αναφορικά με την ελληνική οικονομία θα πρέπει να είναι κεντρικός στόχος της οικονομικής πολιτικής. Παράλληλα, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να στρέψουν το ενδιαφέρον τους από την εξυπηρέτηση μιας συρρικνούμενης εσωτερικής αγοράς προς τις εξαγωγές, ενώ η αύξηση και βελτίωση των όρων τραπεζικής χρηματοδότησης σε συνδυασμό με την αξιοποίηση κοινοτικών πόρων και την εισροή κεφαλαίων μέσω των αποκρατικοποιήσεων μπορούν να συμβάλουν στην αναθέρμανση της επενδυτικής δραστηριότητας. Τέλος, σε μακροχρόνιο ορίζοντα, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να στραφούν σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας όπου το κόστος παραγωγής δεν αποτελεί το βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της ζήτησης και του ανταγωνισμού.
Kωνσταντίνος Bέργος
Kαθηγητής Xρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Aγγλία
Η μείωση μισθών σαμποτάρει κάθε προσπάθεια αύξησης εσόδων του κράτους
Παρά την προσπάθεια που κάνει η κυβέρνηση να συμμαζέψει τις δημόσιες δαπάνες, οι προοπτικές της οικονομίας με την υπερψήφιση των μέτρων του «Mνημονίου 3» και την εκταμίευση της δόσης δεν φαίνονται ευοίωνες. Στην παρούσα φάση, η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει ότι περνούσε από το χέρι της για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των ξένων πιστωτών. H εικόνα της χώρας στο εξωτερικό έχει βελτιωθεί και το ενδεχόμενο να ζητηθεί από την Eλλάδα έξοδος από το ευρώ έχει επί του παρόντος απομακρυνθεί. Tο πρόβλημα βρίσκεται στο αποτέλεσμα των μέτρων στα επόμενα χρόνια.
Tο Aκαθάριστο Eγχώριο Προϊόν (AEΠ) της χώρας μειώνεται και θα συνεχίσει να μειώνεται και η δυνατότητα της Eλλάδας να αποπληρώνει δάνεια είναι χειρότερη από εκείνη στην οποία βρίσκονταν όταν ξεκίνησε η κρίση. Aυτό συμβαίνει διότι τα μέτρα που προωθούνται στην Eλλάδα στοχεύουν ουσιαστικά στη μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, και όχι στη δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία εμφανίζεται ως επιλυόμενο πρόβλημα. H μείωση μισθών σαμποτάρει την όποια προσπάθεια για αύξηση των εσόδων του ελληνικού δημοσίου, διότι έχει δυσανάλογα δυσμενή αποτελέσματα στην κατανάλωση, στις πωλήσεις των εταιρειών και τα φορολογικά έσοδα. Oλα αυτά εξηγούν γιατί το δημόσιο χρέος ήδη από 120% του AEΠ που ήταν πριν από το 2010, φτάνει πλέον το 170% του AEΠ παρά το «κούρεμα» χρέους που έγινε. Oι μειωμένες πηγές του Δημοσίου θα μπορούσαν εν μέρει να καλυφθούν από εκποίηση δημόσιας περιουσίας και αποκρατικοποιήσεις, αλλά υπό το παρόν άσχημο κλίμα παγκόσμιας ύφεσης ούτε και εκεί μπορούν να αντληθούν πολλά κεφάλαια, καθώς οι ενδιαφερόμενοι είναι λίγοι και οι αξίες χαμηλές.
Oι ξένες παραγωγικές επενδύσεις, τέλος, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν απασχόληση και ανάπτυξη χρειάζονται 4-6 χρόνια να προσδώσουν ανάπτυξη στην οικονομία. Tο ενδεχόμενο νέας χρεοκοπίας, η προηγούμενη έγινε τον Mάρτιο με την υποχρεωτική μετατροπή των ελληνικών ομολόγων και πληρωμή των CDS, εμφανίζεται ορατό στο επόμενο έτος. Για να αποφευχθεί η «λογιστική» παραδοχή της πλήρους παύσης πληρωμών των τόκων προς ξένους, η οποία οδηγεί σε ντόμινο υποβαθμίσεων και χρεοκοπιών στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, οι ξένοι δανειστές πιθανότατα θα προωθήσουν σύντομα νέα μέτρα «κουρέματος» χρέους και νέα «επιμήκυνση». Aυτό θα ανακούφιζε την κατάσταση και θα επέτρεπε έξοδο της Eλλάδος από το Mηχανισμό Στήριξης υπό την προϋπόθεση να σταματούσαν τα μέτρα λιτότητας, κάτι μη ορατό με την παρούσα ηγεσία της Γερμανίας, που θα παραμείνει ίδια ως το φθινόπωρο του 2013.
Γκίκας Χαρδούβελης
Καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και Οικονομικός Σύμβουλος του Ομίλου της Eurobank
Ρευστότητα, τώρα, στην αγορά για να αλλάξει η ψυχολογία επενδυτών και καταναλωτών
Έχουν περάσει τρία χρόνια από το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης. Κάτω από την πίεση των κοινωνικών επιπτώσεων από τα δημοσιονομικά μέτρα και την απειλή εκτροχιασμού, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό παραβλέπεται ότι η Ελλάδα έχει να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες στο διάστημα αυτό. Ξεκίνησε τη σταδιακή αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα. Μέτρησε, για πρώτη φορά, τους δημόσιους υπαλλήλους της, το υπουργείο Οικονομίας οργανώθηκε καλύτερα ώστε να ελέγχει τις δαπάνες των υπόλοιπων υπουργείων, η Στατιστική Υπηρεσία απέκτησε νομική και ουσιαστική ανεξαρτησία, τα υπόλοιπα υπουργεία άρχισαν να ελέγχουν σε ποιους πολίτες και με ποιον τρόπο δίνουν επιδόματα.
Στον χώρο της Υγείας ξεκίνησε η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και τα νοσοκομεία, μετά μια καθυστέρηση δεκαετίας, άρχισαν επιτέλους να ανοίγουν τα επτασφράγιστα μυστικά των ισολογισμών και προϋπολογισμών τους.
Το ασφαλιστικό, μια κρυφή βόμβα-φούσκα στις μελλοντικές δημοσιονομικές δαπάνες, ξεκίνησε να επιλύεται το 2010 τουλάχιστον σε επίπεδο νόμων του κράτους. Και υπό την αφόρητη πίεση και εμμονή των δανειστών μας, αλλά κυρίως εξαιτίας της τεράστιας ύφεσης, η αγορά εργασίας έγινε ίσως η πιο ελαστική στην Ευρώπη.
Οι μισθοί στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα έπεσαν και συνεχίζουν να πέφτουν, με αποτέλεσμα αν κάποιος μετρήσει τους δείκτες ανταγωνιστικότητας με βάση το κόστος εργασίας στην Ελλάδα, η ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους μας να έχει βελτιωθεί και σύντομα θα πλησιάσει τα επίπεδα του 2001, πριν μπούμε στην Ευρωζώνη.
Όλα αυτά δεν έγιναν ούτε ομαλά ούτε γρήγορα. Έτσι η Ελλάδα έχασε αξιοπιστία και χρόνο. Οι Έλληνες έγιναν οι αποδιοπομπαίοι τράγοι στην Ευρώπη, ενώ στο εσωτερικό με την πιθανότητα εξόδου από την Ευρωζώνη να αυξάνεται, οι πολίτες έχασαν την εμπιστοσύνη στο κράτος και απέσυραν το 1/3 των καταθέσεών τους από τις τράπεζες. Οι καθαρές ιδιωτικές επενδύσεις έγιναν αρνητικές και οι δημόσιες μειώθηκαν αντί να αυξηθούν μέσα στην ύφεση. Οι συντεχνίες οργανώθηκαν ενάντια σε κάθε είδους αλλαγή που θίγει τα προνόμιά τους και έτσι οι τιμές δεν έπεσαν.
Η ανταγωνιστικότητα σε επίπεδο τιμών δεν βελτιώθηκε. Σήμερα υγιείς επιχειρήσεις κλείνουν λόγω έλλειψης ρευστότητας και το οικονομικό κλίμα επιδεινώνεται. Αλλά και η πολυπόθητη πάταξη της φοροδιαφυγής έμεινε στα λόγια, παρά το γεγονός ότι μόνον οι ελεύθεροι επαγγελματίες κλέβουν από το κράτος περίπου 11 δισ. ευρώ τον χρόνο σε φόρους. Οι συνήθεις ύποπτοι, οι μισθωτοί, κλήθηκαν για ακόμη μια φορά να σηκώσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής. Και η ύφεση έχει εκτινάξει την ανεργία στα ύψη.
Βρισκόμαστε στα μέσα της διαδρομής μιας μεγάλης προσαρμογής για μια νέα Ελλάδα, που θα λειτουργεί με διαφάνεια και ξεκάθαρους κανόνες. Σε σχέση με το 2009, το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα έχει μειωθεί κατά 9 μονάδες του ΑΕΠ, ενώ υπολείπονται άλλες 6 μονάδες μείωσης, κάτι εξαιρετικά δύσκολο, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον όπου ο αρνητικός πολλαπλασιαστής στην ανάπτυξη είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που υποθέτουν τα Μνημόνια.
Τα νέα μέτρα ψηφίστηκαν οριακά στη Βουλή, ενώ θα είναι εξίσου δύσκολη και η επακόλουθη άντληση πόρων από την Ευρωζώνη, σε μια εποχή που εκεί οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται και η ύφεση καραδοκεί, με τους Ευρωπαίους να μην έχουν πλήρως πειστεί για τη βιωσιμότητα των οικονομικών της Ελλάδας. Έτσι, όσο περνάει ο καιρός, το στοίχημα της επανόδου της Ελλάδας σε υγιείς ρυθμούς ανάπτυξης γίνεται δυσκολότερο.
Απαιτείται, λοιπόν, να συνεχιστούν με εντονότερο ρυθμό οι μεταρρυθμίσεις και να επανιδρυθεί το κράτος, κάτι που αν και εμφανίστηκε στον πολιτικό λόγο πριν από περίπου 10 χρόνια, δεν επιχειρήθηκε ποτέ μέχρι σήμερα, ενώ τα οριζόντια μέτρα που αδιάλειπτα βομβαρδίζουν τους πολίτες την τελευταία τριετία δείχνουν τη δυσκολία του εγχειρήματος.
Συγχρόνως, όμως, πρέπει να σταθεροποιηθεί και η οικονομία. Αυτό σημαίνει κυρίως φρέσκο χρήμα στην αγορά. Μόνον έτσι θα σταματήσει ο κατήφορος και θα αλλάξει η ψυχολογία των επενδυτών και των καταναλωτών.
Το ιδιωτικό χρήμα όμως δεν διατάσσεται. Θα έρθει όταν δει προοπτική και απόδοση. Και προοπτική θα υπάρχει αν εμπεδωθεί κλίμα σταθερότητας, αξιοπιστίας και σοβαρότητας.
Μένει, λοιπόν, το δημόσιο χρήμα, κάτι που σημαίνει ότι τώρα είναι η ώρα, αφού ψηφίστηκαν τα σκληρά μέτρα, να δώσουν οι εταίροι μας μια αποφασιστική βοήθεια, πριν να είναι πολύ αργά. Να δώσουν γρήγορα και μεμιάς τις εκκρεμείς δόσεις του προγράμματος. Τώρα είναι η ώρα και εμείς να επανεκκινήσουμε τα λιμνάζοντα μεγάλα οδικά έργα, να προχωρήσουμε τις ιδιωτικοποιήσεις και να αντλήσουμε τους πόρους του ΕΣΠΑ. Οψόμεθα.
Σταύρος Ζωγραφάκης
Οικονομολόγος, Επ. Καθηγητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Η Γερμανία επιθυμεί να δώσει οριστική λύση στο ελληνικό πρόβλημα «ναι» ή «όχι»;
Τι μπορεί να αλλάξει στην Ελλάδα μετά ψήφιση του νέου μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016 (μνημόνιο ΙΙΙ) και του κρατικού προϋπολογισμού του 2013; Η απάντηση συνδέεται άμεσα με τα επόμενα ερωτήματα. Η δόση θα είναι ολόκληρη; ΄Η θα καλύπτει μόνο τις υποχρεώσεις μας προς τους πιστωτές μας; Η Γερμανία επιθυμεί να δώσει μια συνολική και οριστική λύση στο ελληνικό πρόβλημα; ΄Η θα προσπαθήσει και πάλι να κερδίσει χρόνο περιμένοντας τις γερμανικές εκλογές το Φθινόπωρο του 2013;
Η δυσπιστία και η αναβλητικότητα για το ελληνικό πρόβλημα συνδέεται και με τις ελληνικές κωλυσιεργίες και καθυστερήσεις, όπως, για παράδειγμα, οι διαρθρωτικές αλλαγές που δεν έγιναν και οι εφαρμοστικοί νόμοι που έμειναν κλειδωμένοι στα συρτάρια ή όποτε υλοποιήθηκαν, κινήθηκαν σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που προέβλεπαν οι προηγούμενες δανειακές συμβάσεις. Επειδή πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι, θεωρούμε ότι και η δόση θα είναι ολόκληρη και ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη αυτή τη φορά να εφαρμόσει τα μέτρα. Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην οικονομία; Υπάρχει ελπίδα ανάκαμψης; Χρειαζόμαστε κάτι επιπλέον; Οι επιπτώσεις: Το Μνημόνιο ΙΙΙ περιλαμβάνει μια σειρά μέτρων όπου θα μπορούσαμε να τα ταξινομήσουμε σε 2 μεγάλες ομάδες.
Η πρώτη ομάδα είναι σχετικά εύκολη στην υλοποίηση αλλά με αρνητικές συνέπειες στην οικονομία. Αντίθετα, η δεύτερη ομάδα μέτρων είναι δύσκολη στην υλοποίηση, αλλά έχει θετικές αναμενόμενες επιπτώσεις. Η πρώτη ομάδα μέτρων αναφέρεται στη δημοσιονομική προσαρμογή. Αφορά στη μείωση μισθών, συντάξεων και στην κατάργηση επιδομάτων και κοινωνικών παροχών. Η υλοποίηση ξεκινά άμεσα, όπως έγινε και με τις δύο προηγούμενες δανειακές συμβάσεις. Αυτή η προσαρμογή θα περιορίσει ακόμα περισσότερο την ενεργό ζήτηση και θα βαθύνει περαιτέρω την ύφεση. Η κυβέρνηση θα πρέπει να αντέξει μια επιπλέον επιβάρυνση του ήδη κακού κλίματος.
Η επιβάρυνση αυτή στη συνέχεια μπορεί να εξαλειφθεί. Θα εξαρτηθεί από την πορεία υλοποίησης της άλλης ομάδας μέτρων. Η δεύτερη ομάδα αφορά κυρίως στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μέτρων. Είναι ο δύσκολος και ο ανηφορικός δρόμος που δεν έχει μέχρι τώρα καταφέρει να ανέβει η τωρινή κυβέρνηση (ούτε και οι προηγούμενες τα είχαν καταφέρει). Οι επιπτώσεις αναμένονται να είναι θετικές και θα οδηγήσουν στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Είναι τα σημαντικότερα κλειδιά ανάπτυξης. Η μείωση του υψηλού κόστους εργασίας, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και η κατάργηση όλων των εμποδίων για την επιχειρηματικότητα θα αυξήσουν τις ελληνικές εξαγωγές, καθώς και τις πωλήσεις εγχώριων προϊόντων στην εσωτερική αγορά, με αποτέλεσμα τη μείωση των εισαγωγών.
Είναι το φως που μπαίνει στο δωμάτιο από μια μικρή χαραμάδα της πόρτας. Χωρίς τα παραπάνω μέτρα, η πόρτα θα παραμένει ερμητικά κλειστή. Τι άλλο χρειαζόμαστε; Μα οπωσδήποτε τη βοήθεια των πιστωτών μας. Οι πιστωτές θα πρέπει να είναι διατεθειμένοι να μας δώσουν πρόσθετο χρόνο με χαμηλότερα επιτόκια και να αποδεχτούν ένα μέγεθος χρέους το οποίο να είναι βιώσιμο. Σε αυτή την περίπτωση, η ψυχολογία βελτιώνεται, το κλίμα αλλάζει, η δυσπιστία παραμερίζεται, το επενδυτικό κλίμα γίνεται ευνοϊκότερο. Η πόρτα ανοίγει περισσότερο με περισσότερο φως. Οι ελπίδες της ελληνικής κοινωνίας για ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας και βελτίωση του βιοτικού της επιπέδου, αναπτερώνονται.
Θοδωρής Πελαγίδης
Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς & Senior fellow, The Brookings Institution
Το βάρος του χρέους ακυρώνει εξ αρχής τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
Το πρόβλημα της ελληνικής ανάκαμψης τίθεται σήμερα επιτακτικά, συνδέεται όμως από την αρχή της κρίσης με τη βιωσιμότητα του χρέους. Κανείς δεν είναι αντίθετος στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, πολλές μάλιστα από τις οποίες είναι και αυτονόητες και προοδευτικές. Όμως, αν και απαραίτητες, το βάρος του χρέους τις ακυρώνει από την αρχή. Αυτό που δεν μπορούν να κατανοήσουν πολλοί είναι ότι σε περιβάλλον ελεύθερης πτώσης της δαπάνης, καμιά μεταρρύθμιση δεν μπορεί άμεσα να βοηθήσει την οικονομία.
Η αλήθεια είναι ότι η τρόικα παγιδεύτηκε στη λογική της «εσωτερικής υποτίμησης» που μάλιστα δεν ήταν πάντα αρκετή ώστε να φανεί κάποιο αναπτυξιακό αποτέλεσμα σε λογικό βάθος χρόνου, καθώς όχι μόνο έπληττε οριζόντια τον κόσμο λόγω εγχώριας κυβερνητικής ανικανότητας (;), αλλά και εκτόξευε το χρέος, με αποτέλεσμα ανάγκη για νέα μέτρα, νέο δανεισμό, κ.ο.κ. Η τρόικα συνεχίζει σήμερα να αντιμετωπίζει την Ελλάδα ωσάν το πρόβλημα που έχει να είναι «κρίση ρευστότητας», δηλαδή δεν φτάνουν τα λεφτά για να πληρωθούν οι δαπάνες και οι υποχρεώσεις του κράτους. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο τραγικό για τη χώρα εδώ, αφού υποχρεώνεται κάθε φορά να μειώσει τη δαπάνη αυξάνοντας ipso facto το χρέος, κ.ο.κ. Η αντιμετώπιση αυτή έχει περιπλέξει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα, αφού ο συνεχής –νέος- δανεισμός μας από κράτη, ΕΚΤ, και κεντρικές τράπεζες έχει διαχύσει το πρόβλημα στο ευρωπαϊκό σύνολο.
Η αλήθεια είναι ότι σε μακροοικονομικό επίπεδο η τρόικα απέτυχε γιατί το χρέος αυξήθηκε ταχύτατα παράλληλα με τη δαπάνη σε ελεύθερη πτώση. Αφού η δαπάνη είναι σε ελεύθερη πτώση, η συζήτηση για την ανάπτυξη και επομένως για την αποκλιμάκωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ είναι σαν κενό πουκάμισο. Κι όχι μόνον αυτό. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος, η λογική του «σταγονόμετρου της δόσης» έχει χειροτερεύσει την κατάσταση, με το οικονομικό κλίμα να χειροτερεύει και να πλήττει την όποια δυνατότητα σταθεροποίησης της εσωτερικής ζήτησης, οπότε το δάνειο πάντα δεν φτάνει, και τότε χρειάζονται νέα μέτρα λιτότητας, και νέο δάνειο, και νέο «κούρεμα» το οποίο ώσπου να αποφασιστεί έχει ήδη απολέσει την αποτελεσματικότητά του, κ.ο.κ.
Μια ενδιαφέρουσα πάντως πτυχή του ζητήματος είναι ότι παρόλη την κακομεταχείρισή της, η οικονομία έχει δείξει σημάδια σταθεροποίησης. Οι εξελίξεις στον πρωτογενή προϋπολογισμό αλλά κυρίως στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (-3,5% του ΑΕΠ, 2012) δείχνουν ότι εάν το χρέος ήταν σήμερα βιώσιμο με μια άλλη πολιτική από την αρχή (κούρεμα από την πρώτη μέρα με ταυτόχρονη χρηματοδότηση όλου του ποσού με μιας αλλά με απόλυτους όρους νέο φορολογικό, απελευθέρωση των αγορών προϊόντων/επαγγελμάτων, επανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, κλείσιμο άχρηστων ημικρατικών και κρατικών οργανισμών και απολύσεις για τις εκτός ΑΣΕΠ πελατειακές προσλήψεις, κ.λπ.), δεν θα υπήρχε καμιά μα καμιά ανάγκη για νέα μέτρα και ίσως νέα δάνεια. Ούτε αυτά τα λίγα που ίσως λείπουν φέτος από τον πρωτογενή προϋπολογισμό.
επιμέλεια κειμένων: Ελευθερία Αρλαπάνου, Κώστας Τσαχάκης/ Ημερησία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να αποφευχθούν περιπτώσεις εμφάνισης υβριστικών σχολίων ή άλλων ποινικά κολάσιμων πράξεων, όλα τα σχόλια πριν δημοσιευτούν ελέγχονται.
Παρακαλούμε μην αποστέλετε πληροφορίες άχρηστες προς τη λειτουργία του συγκεκριμένου blog.
Τα μηνύματα είναι προσωπικές απόψεις των αποστολέων και σε καμία περίπτωση δεν εκφράζουν τους δημιουργούς ή διαχειριστές της συγκεκριμένης σελίδας.