Μπορεί να έχουμε χιλιάδες λόγους να βρίζουμε τον Γιώργο Παπανδρέου για τα αλλεπάλληλα επικοινωνιακά και κυβερνητικά λάθη του που χαντάκωσαν την πατρίδα μας. Όσοι όμως είχαν παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια τις εξελίξεις της Ευρωζώνης, τού αναγνωρίζουν τουλάχιστον ένα ελαφρυντικό για την αδράνειά του να πάρει μέτρα λιτότητας αμέσως μετά τη νίκη του στις εκλογές. Ότι εκείνη την εποχή...
Οκτώβριος του 2009 ακόμη, παρέμεναν ισχυρές οι μνήμες των προσπαθειών της Γερμανίας για χαλάρωση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, έτσι ουδείς μπορούσε να φανταστεί το Βερολίνο σε ρόλο κατήγορου των εταίρων του και να τους επιβάλλει σαρωτική λιτότητα εν μέσω ύφεσης.
Η Γερμανία διατείνεται σήμερα πως η ευρωπαϊκή κρίση οφείλεται στο ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν εφαρμόστηκε τόσο αυστηρά όσο έπρεπε. Παράλληλα το Βερολίνο αυτοπροβάλλεται ως η κατεξοχήν δημοσιονομικά ενάρετη δύναμη της Ευρωζώνης και καταδικάζει σε άγρια λιτότητα με ύφεση, κάμψη της παραγωγής και ανεργία όλα τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η γερμανική θέση όμως κρύβει άπειρη υποκρισία. Καταρχήν επειδή ήταν η ίδια η Γερμανία η χώρα που διεκδίκησε και επέβαλε τη χαλάρωση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης όταν αντιμετώπιζε υφεσιακές πιέσεις το 2005 και κατά δεύτερον, επειδή ως εκ τούτου δεν θέλει και πολύ μυαλό για να αντιληφθεί κανείς πως η γερμανική ρητορική περί δημοσιονομικής αρετής έχει επιλεγεί επειδή εξυπηρετεί τα γερμανικά συμφέροντα εδώ και τώρα… Διαφορετικά γιατί πριν εφτά χρόνια το Βερολίνο έκανε κι έλεγε τα ανάποδα;
Το θέμα της ‘εθνικής ασυνέπειας’ της γερμανικής κυβέρνησης και, συνάμα, των πολυδιάστατων γερμανικών ευθυνών για την κρίση είναι γνωστό, όμως του πρόσθεσε νέες διαστάσεις χτες το περιοδικό Der Spiegel με ένα άκρως αποκαλυπτικό δημοσίευμά του. Σε άρθρο τους με τίτλο “Η κληρονομιά του καγκελάριου Σρέντερ: Ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας στην αποδυνάμωση του ευρώ”, δύο Γερμανοί δημοσιογράφοι, ο Christian Reiermann και ο Klaus Wiegrefe, βασίστηκαν σε έγγραφα της Καγκελαρίας προερχόμενα από την περίοδο 2003-2005 και έδειξαν πώς η κυβέρνηση Σρέντερ δρομολόγησε την αποδυνάμωση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας για το όριο ελλείμματος στο 3% και χρέους στο 60% με στόχο να εξυπηρετήσει τις μεγάλες τότε ανάγκες δημόσιας χρηματοδότησης της γερμανικής οικονομίας η οποία αντιμετώπιζε ισχυρές υφεσιακές πιέσεις εξαιτίας της εμπλοκής της σε δύο διαδοχικές φούσκες αξιών: πρώτη τη φούσκα των κρατικών περιουσιακών στοιχείων της Ανατολικής Γερμανίας που εκποιήθηκαν από τον Τρόινχαντ κατά τη δεκαετία του 1990 και δεύτερη την αμερικάνικης προέλευσης φούσκα των εταιριών .com.
«Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Γερμανία αγωνιζόταν να τηρήσει τους κανόνες της Ευρωζώνης που αποσκοπούσαν στη σταθερότητα του κοινού νομίσματος. Αντί όμως να εφαρμόσει μια πολιτική λιτότητας ο καγκελάριος Σρέντερ ξεκίνησε μια προσπάθεια αλλαγής των κανόνων», αναφέρει χαρακτηριστικά το άρθρο.
Σύμφωνα με τους δύο δημοσιογράφους, το Σύμφωνο Σταθερότητας χαλάρωσε μεν ύστερα από την επιμονή της Γερμανίας και της Γαλλίας, όμως στην πραγματικότητα επρόκειτο για το έργο ενός ανθρώπου, του Γερμανού καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος δεν ήθελε να επιβάλει μέτρα λιτότητας στη Γερμανία – σαν αυτά που επιβάλλει σήμερα η Μέρκελ στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Και για να πετύχει την κατάργηση των κυρώσεων που προβλέπονταν στη συνθήκη του Μάαστριχ – αρχικά μια διαδικασία προειδοποίησης και στη συνέχεια επιβολή χρηματικών προστίμων – ζήτησε τη βοήθεια των Γάλλων.
Ας δούμε κάποια πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια του κειμένου:
«Η επιχείρηση αποδυνάμωσης του Συμφώνου ξεκίνησε μυστικά το καλοκαίρι του 2003. Η γερμανική οικονομία βρισκόταν από χρόνια στο τέλμα της ύφεσης. Η ανεργία άρχισε να αυξάνεται και το έλλειμμα να διογκώνεται σημαντικά. Τον προηγούμενο χρόνο ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών Άιχελ είχε καταφέρει να συγκρατήσει σχετικώς το έλλειμμα. Όμως σύντομα έγινε προφανές ότι η κατάσταση δεν πρόκειται να βελτιωθεί. Επειδή ο Σρέντερ και ο Άιχελ δεν ήθελαν να αποκαταστήσουν τον προϋπολογισμό μέσω της λιτότητας, οι περαιτέρω προειδοποιήσεις από τις Βρυξέλες ή ακόμη κι ένα χρηματικό πρόστιμο έμοιαζαν θέμα χρόνου. Ο Σρέντερ παρά ταύτα βρήκε μια λύση. Αν δεν γινόταν να προσαρμόσει τα δημόσια οικονομικά της κυβέρνησης στο Σύμφωνο Σταθερότητας, τότε θα έπρεπε απλά να προσαρμόσει το Σύμφωνο Σταθερότητας στα δημόσια οικονομικά του γερμανικού κράτους.
Ο Σρέντερ προσπάθησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Γάλλου προέδρου Ζακ Σιράκ και του Βρετανού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ. ‘Η πρωτοβουλία θα κερδίσει έδαφος αν υποστηριχτεί και από τη Μεγάλη Βρετανία’, ανέφερε ένα εσωτερικό έγγραφο της Καγκελαρίας. ‘Κατά συνέπεια παρακαλώ τηρείστε απόλυτη εμπιστευτικότητα μέχρι να επιτευχθεί η τελική συμφωνία’.
Το έγγραφο περιγράφει τι είχε στο μυαλό του ο Σρέντερ: ‘Η Γερμανία και η Γαλλία πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν τα απαραίτητα αναπτυξιακά κίνητρα, ακόμη κι αν πρέπει να υπερβαίνουν το κατώφλι 3% του ελλείμματος’. Για το καλό της οικονομίας με άλλα λόγια, καμία χώρα δεν πρέπει να υποχρεώνεται σε λιτότητα εκτός κι αν η ίδια το θέλει.
Στους μήνες που ακολούθησαν το θέμα πέρασε στην κορυφή της ευρωπαϊκής ατζέντας. Αλλά όχι με τη μορφή που ήθελε ο Σρέντερ. Αντί για χαλάρωση του Συμφώνου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδίωκε τότε την ενίσχυσή του. Σε έγγραφο της 23ης Ιουνίου 2004 προς τον επικεφαλής της Καγκελαρίας κ. Σταϊνμάγιερ, ένας αξιωματούχος προειδοποιούσε ότι οι προτάσεις της Επιτροπής συνέτειναν στην πιο αυστηρή εφαρμογή των κανόνων. Οι προτεινόμενες αλλαγές αφορούσαν πιο συχνές προειδοποιήσεις καθώς και μια απαίτηση οι χώρες που έχουν δημόσιο χρέος που ξεπερνά το κατώφλι του 60% να έχουν δημοσιονομικά πλεονάσματα».
Η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητα επί το αυστηρότερο ήταν όμως κόκκινο πανί για τον Σρέντερ, εξηγεί το Spiegel, καθώς θεωρούσε ότι κάτι τέτοιο θα ασκούσε τρομερή πίεση στη γερμανική οικονομία και τα δημοσιονομικά του Βερολίνου. Στα γνωστά ευρωπαϊκά παζάρια για το θέμα που έγιναν τους δύο τελευταίους μήνες του 2004 και το πρώτο τρίμηνο του 2005, στο πλευρό του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών τάχθηκαν οι ομόλογοί του της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας (κυβέρνηση Καραμανλή), ενώ απέναντί τους βρέθηκαν όλοι οι υπόλοιποι, με επικεφαλής τον πρόεδρο του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και τους ομολόγους τους της Αυστρίας και της Ολλανδίας. Επειδή οι άλλοι δεν πείθονταν, στη Σύνοδο Κορυφής της 23ης Μαρτίου 2005 η Γερμανία έφτασε τελικά να εκβιάσει ότι δεν θα υπογράψει τα συμπεράσματα (όπως ο Μόντι στην τελευταία σύνοδο). Έτσι ο Σρέντερ κέρδισε τη μάχη.
Και κλείνει το Spiegel:
«‘Η συμφωνία θεωρείται γενικά ως μια γερμανική επιτυχία επειδή ο Υπουργός Άιχελ κατάφερε να επιβάλει την πλειοψηφία των αιτημάτων μας’, ανέφερε έγγραφο ης καγκελαρίας προς τον Σρέντερ στην επαύριο της ευρωπαϊκής συνόδου.
‘Ενισχύσαμε τον βραχίονα σταθερότητας του συμφώνου’, υπερηφανεύονταν οι αξιωματούχοι του Σρέντερ. ‘Θα αυξήσουμε την εξοικονόμηση δαπανών στις καλές συγκυρίες και η εστίαση θα μεταφερθεί κυρίως στη βιωσιμότητα και την ποιότητα των δημόσιων οικονομικών’.
Μια πλάνη, όπως αποδείχτηκε αργότερα. Η Ελλάδα αντιμετώπισε προβλήματα πέντε χρόνια μετά και η κρίση του ευρώ ξεκίνησε. Δύο χρόνια αργότερα, τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης συμφώνησαν σε ένα δημοσιονομικό σύμφωνο που όχι μόνο ανατρέπει τα μέτρα χαλάρωσης του Συμφώνου Σταθερότητας του 2005, αλλά και το καθιστά πιο αυστηρό από ποτέ.
Το γερμανικό Κοινοβούλιο ενέκρινε πρόσφατα το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο με πλειοψηφία δύο τρίτων. Μεταξύ αυτών που το υπερψήφισαν ήταν και ο βουλευτής Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγιερ».
Δηλαδή ο επικεφαλής της καγκελαρίας του Σρέντερ. Τι βλέπουμε εδώ; Πως ο ίδιος άνθρωπος που πρωτοστάτησε στη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας κατά την περίοδο 2003-2005 όπου η Γερμανία είχε ύφεση επειδή ενεπλάκη σε φούσκες, τώρα που οι φούσκες και η ύφεση έχουν πλήξει το Νότο συμπράττει στη σύσφιξή του – και στις δύο περιπτώσεις προφανώς για να εξυπηρετήσει τα διαφορετικά σε κάθε συγκυρία γερμανικά εθνικά συμφέροντα.
πηγή
Οκτώβριος του 2009 ακόμη, παρέμεναν ισχυρές οι μνήμες των προσπαθειών της Γερμανίας για χαλάρωση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, έτσι ουδείς μπορούσε να φανταστεί το Βερολίνο σε ρόλο κατήγορου των εταίρων του και να τους επιβάλλει σαρωτική λιτότητα εν μέσω ύφεσης.
Η Γερμανία διατείνεται σήμερα πως η ευρωπαϊκή κρίση οφείλεται στο ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν εφαρμόστηκε τόσο αυστηρά όσο έπρεπε. Παράλληλα το Βερολίνο αυτοπροβάλλεται ως η κατεξοχήν δημοσιονομικά ενάρετη δύναμη της Ευρωζώνης και καταδικάζει σε άγρια λιτότητα με ύφεση, κάμψη της παραγωγής και ανεργία όλα τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η γερμανική θέση όμως κρύβει άπειρη υποκρισία. Καταρχήν επειδή ήταν η ίδια η Γερμανία η χώρα που διεκδίκησε και επέβαλε τη χαλάρωση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης όταν αντιμετώπιζε υφεσιακές πιέσεις το 2005 και κατά δεύτερον, επειδή ως εκ τούτου δεν θέλει και πολύ μυαλό για να αντιληφθεί κανείς πως η γερμανική ρητορική περί δημοσιονομικής αρετής έχει επιλεγεί επειδή εξυπηρετεί τα γερμανικά συμφέροντα εδώ και τώρα… Διαφορετικά γιατί πριν εφτά χρόνια το Βερολίνο έκανε κι έλεγε τα ανάποδα;
Το θέμα της ‘εθνικής ασυνέπειας’ της γερμανικής κυβέρνησης και, συνάμα, των πολυδιάστατων γερμανικών ευθυνών για την κρίση είναι γνωστό, όμως του πρόσθεσε νέες διαστάσεις χτες το περιοδικό Der Spiegel με ένα άκρως αποκαλυπτικό δημοσίευμά του. Σε άρθρο τους με τίτλο “Η κληρονομιά του καγκελάριου Σρέντερ: Ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας στην αποδυνάμωση του ευρώ”, δύο Γερμανοί δημοσιογράφοι, ο Christian Reiermann και ο Klaus Wiegrefe, βασίστηκαν σε έγγραφα της Καγκελαρίας προερχόμενα από την περίοδο 2003-2005 και έδειξαν πώς η κυβέρνηση Σρέντερ δρομολόγησε την αποδυνάμωση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας για το όριο ελλείμματος στο 3% και χρέους στο 60% με στόχο να εξυπηρετήσει τις μεγάλες τότε ανάγκες δημόσιας χρηματοδότησης της γερμανικής οικονομίας η οποία αντιμετώπιζε ισχυρές υφεσιακές πιέσεις εξαιτίας της εμπλοκής της σε δύο διαδοχικές φούσκες αξιών: πρώτη τη φούσκα των κρατικών περιουσιακών στοιχείων της Ανατολικής Γερμανίας που εκποιήθηκαν από τον Τρόινχαντ κατά τη δεκαετία του 1990 και δεύτερη την αμερικάνικης προέλευσης φούσκα των εταιριών .com.
«Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Γερμανία αγωνιζόταν να τηρήσει τους κανόνες της Ευρωζώνης που αποσκοπούσαν στη σταθερότητα του κοινού νομίσματος. Αντί όμως να εφαρμόσει μια πολιτική λιτότητας ο καγκελάριος Σρέντερ ξεκίνησε μια προσπάθεια αλλαγής των κανόνων», αναφέρει χαρακτηριστικά το άρθρο.
Σύμφωνα με τους δύο δημοσιογράφους, το Σύμφωνο Σταθερότητας χαλάρωσε μεν ύστερα από την επιμονή της Γερμανίας και της Γαλλίας, όμως στην πραγματικότητα επρόκειτο για το έργο ενός ανθρώπου, του Γερμανού καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος δεν ήθελε να επιβάλει μέτρα λιτότητας στη Γερμανία – σαν αυτά που επιβάλλει σήμερα η Μέρκελ στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Και για να πετύχει την κατάργηση των κυρώσεων που προβλέπονταν στη συνθήκη του Μάαστριχ – αρχικά μια διαδικασία προειδοποίησης και στη συνέχεια επιβολή χρηματικών προστίμων – ζήτησε τη βοήθεια των Γάλλων.
Ας δούμε κάποια πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια του κειμένου:
«Η επιχείρηση αποδυνάμωσης του Συμφώνου ξεκίνησε μυστικά το καλοκαίρι του 2003. Η γερμανική οικονομία βρισκόταν από χρόνια στο τέλμα της ύφεσης. Η ανεργία άρχισε να αυξάνεται και το έλλειμμα να διογκώνεται σημαντικά. Τον προηγούμενο χρόνο ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών Άιχελ είχε καταφέρει να συγκρατήσει σχετικώς το έλλειμμα. Όμως σύντομα έγινε προφανές ότι η κατάσταση δεν πρόκειται να βελτιωθεί. Επειδή ο Σρέντερ και ο Άιχελ δεν ήθελαν να αποκαταστήσουν τον προϋπολογισμό μέσω της λιτότητας, οι περαιτέρω προειδοποιήσεις από τις Βρυξέλες ή ακόμη κι ένα χρηματικό πρόστιμο έμοιαζαν θέμα χρόνου. Ο Σρέντερ παρά ταύτα βρήκε μια λύση. Αν δεν γινόταν να προσαρμόσει τα δημόσια οικονομικά της κυβέρνησης στο Σύμφωνο Σταθερότητας, τότε θα έπρεπε απλά να προσαρμόσει το Σύμφωνο Σταθερότητας στα δημόσια οικονομικά του γερμανικού κράτους.
Ο Σρέντερ προσπάθησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Γάλλου προέδρου Ζακ Σιράκ και του Βρετανού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ. ‘Η πρωτοβουλία θα κερδίσει έδαφος αν υποστηριχτεί και από τη Μεγάλη Βρετανία’, ανέφερε ένα εσωτερικό έγγραφο της Καγκελαρίας. ‘Κατά συνέπεια παρακαλώ τηρείστε απόλυτη εμπιστευτικότητα μέχρι να επιτευχθεί η τελική συμφωνία’.
Το έγγραφο περιγράφει τι είχε στο μυαλό του ο Σρέντερ: ‘Η Γερμανία και η Γαλλία πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν τα απαραίτητα αναπτυξιακά κίνητρα, ακόμη κι αν πρέπει να υπερβαίνουν το κατώφλι 3% του ελλείμματος’. Για το καλό της οικονομίας με άλλα λόγια, καμία χώρα δεν πρέπει να υποχρεώνεται σε λιτότητα εκτός κι αν η ίδια το θέλει.
Στους μήνες που ακολούθησαν το θέμα πέρασε στην κορυφή της ευρωπαϊκής ατζέντας. Αλλά όχι με τη μορφή που ήθελε ο Σρέντερ. Αντί για χαλάρωση του Συμφώνου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδίωκε τότε την ενίσχυσή του. Σε έγγραφο της 23ης Ιουνίου 2004 προς τον επικεφαλής της Καγκελαρίας κ. Σταϊνμάγιερ, ένας αξιωματούχος προειδοποιούσε ότι οι προτάσεις της Επιτροπής συνέτειναν στην πιο αυστηρή εφαρμογή των κανόνων. Οι προτεινόμενες αλλαγές αφορούσαν πιο συχνές προειδοποιήσεις καθώς και μια απαίτηση οι χώρες που έχουν δημόσιο χρέος που ξεπερνά το κατώφλι του 60% να έχουν δημοσιονομικά πλεονάσματα».
Η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητα επί το αυστηρότερο ήταν όμως κόκκινο πανί για τον Σρέντερ, εξηγεί το Spiegel, καθώς θεωρούσε ότι κάτι τέτοιο θα ασκούσε τρομερή πίεση στη γερμανική οικονομία και τα δημοσιονομικά του Βερολίνου. Στα γνωστά ευρωπαϊκά παζάρια για το θέμα που έγιναν τους δύο τελευταίους μήνες του 2004 και το πρώτο τρίμηνο του 2005, στο πλευρό του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών τάχθηκαν οι ομόλογοί του της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας (κυβέρνηση Καραμανλή), ενώ απέναντί τους βρέθηκαν όλοι οι υπόλοιποι, με επικεφαλής τον πρόεδρο του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και τους ομολόγους τους της Αυστρίας και της Ολλανδίας. Επειδή οι άλλοι δεν πείθονταν, στη Σύνοδο Κορυφής της 23ης Μαρτίου 2005 η Γερμανία έφτασε τελικά να εκβιάσει ότι δεν θα υπογράψει τα συμπεράσματα (όπως ο Μόντι στην τελευταία σύνοδο). Έτσι ο Σρέντερ κέρδισε τη μάχη.
Και κλείνει το Spiegel:
«‘Η συμφωνία θεωρείται γενικά ως μια γερμανική επιτυχία επειδή ο Υπουργός Άιχελ κατάφερε να επιβάλει την πλειοψηφία των αιτημάτων μας’, ανέφερε έγγραφο ης καγκελαρίας προς τον Σρέντερ στην επαύριο της ευρωπαϊκής συνόδου.
‘Ενισχύσαμε τον βραχίονα σταθερότητας του συμφώνου’, υπερηφανεύονταν οι αξιωματούχοι του Σρέντερ. ‘Θα αυξήσουμε την εξοικονόμηση δαπανών στις καλές συγκυρίες και η εστίαση θα μεταφερθεί κυρίως στη βιωσιμότητα και την ποιότητα των δημόσιων οικονομικών’.
Μια πλάνη, όπως αποδείχτηκε αργότερα. Η Ελλάδα αντιμετώπισε προβλήματα πέντε χρόνια μετά και η κρίση του ευρώ ξεκίνησε. Δύο χρόνια αργότερα, τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης συμφώνησαν σε ένα δημοσιονομικό σύμφωνο που όχι μόνο ανατρέπει τα μέτρα χαλάρωσης του Συμφώνου Σταθερότητας του 2005, αλλά και το καθιστά πιο αυστηρό από ποτέ.
Το γερμανικό Κοινοβούλιο ενέκρινε πρόσφατα το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο με πλειοψηφία δύο τρίτων. Μεταξύ αυτών που το υπερψήφισαν ήταν και ο βουλευτής Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγιερ».
Δηλαδή ο επικεφαλής της καγκελαρίας του Σρέντερ. Τι βλέπουμε εδώ; Πως ο ίδιος άνθρωπος που πρωτοστάτησε στη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας κατά την περίοδο 2003-2005 όπου η Γερμανία είχε ύφεση επειδή ενεπλάκη σε φούσκες, τώρα που οι φούσκες και η ύφεση έχουν πλήξει το Νότο συμπράττει στη σύσφιξή του – και στις δύο περιπτώσεις προφανώς για να εξυπηρετήσει τα διαφορετικά σε κάθε συγκυρία γερμανικά εθνικά συμφέροντα.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να αποφευχθούν περιπτώσεις εμφάνισης υβριστικών σχολίων ή άλλων ποινικά κολάσιμων πράξεων, όλα τα σχόλια πριν δημοσιευτούν ελέγχονται.
Παρακαλούμε μην αποστέλετε πληροφορίες άχρηστες προς τη λειτουργία του συγκεκριμένου blog.
Τα μηνύματα είναι προσωπικές απόψεις των αποστολέων και σε καμία περίπτωση δεν εκφράζουν τους δημιουργούς ή διαχειριστές της συγκεκριμένης σελίδας.