Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Αριστερή κυβέρνηση ή αριστερή παρένθεση;

του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

Οι καταιγιστικές εξελίξεις του τελευταίου δεκαημέρου με επίκεντρο το ολέθριο, για την κοινωνική πλειονότητα και εθνική κυριαρχία, Μνημόνιο 3 έθεσαν το πολιτικό σκηνικό σε τροχιά επιταχυνόμενης αποσταθεροποίησης για τρίτη συνεχή φορά, μετά την κατάρρευση των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου.

Το χειρότερο, για την υφιστάμενη πολιτική τάξη, είναι ότι...


 αυτή τη φορά δε διαγράφεται στον ορίζοντα ομαλή εναλλακτική λύση- πλην βεβαίως του απεχθούς σεναρίου κάποιου είδους αυταρχικής εκτροπής. Ο Αντώνης Σαμαράς και η Νέα Δημοκρατία είναι η τελευταία ζώνη άμυνας ενός συστήματος που εξαντλεί τις εφεδρείες του. Με το ΠΑΣΟΚ κλινικά νεκρό, το μόνο ανοιχτό ερώτημα είναι αν το ιστορικό κίνημα του Ανδρέα Παπανδρέου διατηρεί κάποια αξία χρήσης ως δωρητής οργάνων προς άλλους πολιτικούς σχηματισμούς. Το ενδεχόμενο να βρεθεί η Ελλάδα σε αχαρτογράφητα νερά, με μια κυβέρνηση της Αριστεράς στο πηδάλιο, τίθεται στην ημερήσια διάταξη.

Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρόκειται για μια καμπή ιστορικών διαστάσεων. Για πρώτη φορά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η πέραν της σοσιαλδημοκρατίας Αριστερά θα κληθεί να κυβερνήσει όχι ένα έθνος της «περιφέρειας» (Λατινική Αμερική, Ασία) αλλά μια αναπτυγμένη χώρα της Δύσης.

Το πρόβλημα για την ελληνική Αριστερά και ιδιαίτερα για το ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν έρχεται πάνω στην πλάτη ενός ισχυρότατου κοινωνικού ρεύματος, αποφασισμένου να στηρίξει την κυβέρνησή «του» στις κρίσιμες στιγμές. Οι δημοσκοπήσεις δεν μας επιτρέπουν καν να μιλήσουμε για εκλογικό ρεύμα υπέρ της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η πλειονότητα του κόσμου αρχίζει να πείθεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι η επόμενη κυβέρνηση, μόνο γιατί βλέπει τους πολιτικούς του αντιπάλους (πλην της Χρυσής Αυγής) να αυτοκτονούν.

Σ' αυτό το φόντο, ο σάλος που δημιουργήθηκε με τις πρόσφατες δηλώσεις του Παναγιώτη Λαφαζάνη μοιάζει με τρικυμία σε ένα ποτήρι νερό. Η αναγνώριση, από την πλευρά του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ, ότι το κόμμα του «δεν είναι ακόμη έτοιμο να κυβερνήσει», αν και έχει κάνει σοβαρά βήματα, είναι τόσο «σκανδαλώδης», όσο η «αποκάλυψη» ότι ο Πάπας είναι... Καθολικός! Προφανώς, η συνομοσπονδία συνιστωσών του 4.7%, που εκτοξεύθηκε μέσα σε δύο νύχτες στο 27%, δεν ήταν δυνατό να συγκροτηθεί σε ενιαίο κόμμα, με προγραμματική συνοχή μέσα σε τέσσερις μήνες. Τα πραγματικά ερωτήματα αρχίζουν από εδώ και κάτω.

Θέλει να κυβερνήσει η Αριστερά;

Αν και το σύνθημα που έριξε ο Αλέξης Τσίπρας για «αριστερή κυβέρνηση» συνέβαλε καταλυτικά στην εκλογική του απογείωση, είναι κοινό μυστικό ότι το βράδυ της 17ης Ιουνίου πολλοί, ίσως οι περισσότεροι από τους επιτελείς του, υποδέχθηκαν με ανακούφιση το εκλογικό αποτέλεσμα. Απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο... Ας το αφήσουμε για την επόμενη φορά, όταν οι συνθήκες θα είναι καλύτερες.

Το πρόβλημα με αυτή τη λογική είναι ότι μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες μπορεί να έχει σαπίσει η Ελλάδα. Η Αριστερά δεν νομιμοποιείται να ελεεινολογεί τις όντως τρομερά δύσκολες συνθήκες που θα κληρονομήσει, απλούστατα γιατί χωρίς αυτές δε θα εκτοξευόταν ποτέ τόσο ψηλότερα από τα παραδοσιακά της όρια. Αν δεν υπήρχαν η κρίση, τα μνημόνια, η κοινωνική καταστροφή και η αποικιοποίηση της χώρας, η "βαθειά Ελλάδα" δεν θα κατέβαινε στο Σύνταγμα με τους Αγανακτισμένους, ούτε θα ψήφιζε, κατά το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ. Θα συνέχιζε να παίζει στο χρηματιστήριο, να φεσώνεται με στεγαστικά δάνεια και να εμπιστεύεται τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας.

Βεβαίως οι πολίτες που ψήφισαν Αριστερά, δεν έγιναν ξαφνικά επαναστάτες που εννοούν να θυσιαστούν για το σοσιαλιστικό ιδεώδες. Αλλά μήπως αυτό δεν συμβαίνει πάντα στην Ιστορία; Οι μεγάλοι εθνικοί και κοινωνικοί αγώνες δεν είναι έργο κάποιων «ξεχωριστών» ιδεαλιστών, αλλά των συνηθισμένων ανθρώπων, οι οποίοι σε ασυνήθιστες εποχές γίνονται ικανοί για ασυνήθιστα πράγματα. Αν η Αριστερά δεν έχει εμπιστοσύνη σ' αυτό το λαό ο οποίος, παρά το σοκ και δέος των μνημονίων, το άγχος της επιβίωσης και την απαξίωση των πάντων, κατέβηκε 23 φορές σε γενικές απεργίες και ανέτρεψε δύο κυβερνήσεις, τότε θα είναι άξια της μοίρας της. Ιστορικές ευκαιρίες σαν τη σημερινή έρχονται μια φορά στα πενήντα ή τα εκατό χρόνια. Αν την αφήσει να περάσει από τα χέρια της, το τίμημα θα είναι βαρύτατο, όχι μόνο για την ίδια, αλλά και για τη χώρα.

Μπορεί να κυβερνήσει η Αριστερά;

Η αμφιβολία είναι βάσιμη. Υπάρχουν ενδείξεις ότι, μπροστά στα αδιέξοδα της υπάρχουσας πολιτικής τάξης, μερίδα των επιχειρηματικών ελίτ, ίσως και ξένων κέντρων, αρχίζει να σκέφτεται μήπως θα ήταν καλύτερα να περάσει τον «μουντζούρη» του χρέους και την ηλεκτρική καρέκλα της κυβέρνησης στο ΣΥΡΙΖΑ. Αν η ηγεσία του αποδειχθεί κατώτερη των περιστάσεων, η αριστερή κυβέρνηση θα αποδειχθεί μια σύντομη αριστερή παρένθεση, την οποία θα ακολουθήσει η θριαμβευτική επέλαση των Μνημονιακών πάνω στην καμμένη γη των προδομένων λαϊκών ελπίδων.

Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες μιας τέτοιας εξέλιξης: Η προγραμματική αποσαφήνιση από την πλευρά της Αριστεράς. Όχι με την έννοια των κατεβατών επί μέρους μέτρων, που κανείς δεν διαβάζει και δεν έχουν και πολύ νόημα. Αλλά με την έννοια ενός Οδικού Χάρτη, μιας πειστικής αφήγησης για τη δύσκολη μετάβαση από το σημερινό χάος σε ένα ελπιδοφόρο μέλλον.

Ο πρώτος, αποφασιστικός σταθμός αφορά στη μονομερή κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων (όπως προβλέπει η πρόταση νόμου του ΚΚΕ, την οποία ψηφίζει και ο ΣΥΡΙΖΑ) και τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Ακόμη και το ΔΝΤ αναγκάζεται, για τους δικούς του λόγους, να αναγνωρίσει ότι, με ένα χρέος που θα φτάσει σε ένα χρόνο το αστρονομικό 190% του ΑΕΠ, η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να βρίσκεται εσαεί στα Τάρταρα.

Ο Γόρδιος Δεσμός του ευρώ

Το δεύτερο, αναγκαίο βήμα για το ΣΥΡΙΖΑ είναι να κόψει, επιτέλους, το Γόρδιο Δεσμό του ευρώ. Όσο λέει στον κόσμο «θα καταργήσουμε οπωσδήποτε τα μνημόνια, αλλά θα μείνουμε πάση θυσία στο ευρώ», θα μένει έκθετος στις επιθέσεις των αντιπάλων του για αναξιοπιστία. Είναι αλήθεια ότι η πλειονότητα των πολιτών δεν θα ήθελε, ως πρώτη επιλογή, να φύγουμε από το ευρώ. Όχι λόγω κάποιου αφηρημένου ευρωπαϊσμού, αλλά γιατί αντιλαμβάνεται ότι με το ευρώ ισχύει ό,τι και με το γάμο: Άλλο να μην παντρευτείς κι άλλο να χωρίσεις αφού έχεις κάνει παιδιά και αποκτήσει μύριες δεσμεύσεις. Άλλο τόσο όμως είναι αλήθεια ότι μπροστά στο δίλημμα «να πεθάνουμε με το ευρώ ή να ζήσουμε, έστω δύσκολα για δύο χρόνια, με ένα νέο εθνικό νόμισμα», η πλειονότητα των πολιτών, που δε φιγουράρει στη λίστα Λαγκάρντ, θα επέλεγε το δεύτερο.

Προφανώς, ο ΣΥΡΙΖΑ δε θα έπαιρνε ποτέ την πρωτοβουλία να οδηγήσει την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης. Ωστόσο το δίλημμα πιθανότατα θα τεθεί από τα ίδια τα πράγματα. Την ημέρα που η ελληνική κυβέρνηση θα ακυρώσει τα μνημόνια, η Μέρκελ θα της κόψει τη «βοήθεια»- αν λέγεται βοήθεια αυτή η οικονομική «πρέζα», που μας καθηλώνει στο ρόλο του εθισμένου, ο οποίος κάθε φορά θέλει μεγαλύτερη, καταστροφικότερη δόση. Αυτομάτως, η ελληνική κυβέρνηση δεν θα έχει άλλον, βραχυπρόθεσμο τρόπο να ανταποκριθεί στις άμεσες ανάγκες της από το να βάλει μπροστά την πρέσα του Εθνικού Νομισματοκοπείου. Εν ολίγοις, το περίφημο «Σχέδιο Β» δεν είναι μια εμμονή του Αλέκου Αλαβάνου, αλλά μια μάλλον προφανής αναγκαιότητα.

Όπως υπήρξε για το ελληνικό έθνος ζωή χωρίς ευρώ, έτσι υπάρχει ζωή και μετά από τα δέκα χρόνια του ευρώ. Στο κάτω- κάτω, το κοινό νόμισμα μπορεί να διαλυθεί εντελώς ανεξάρτητα από την Ελλάδα και την όποια κυβέρνησή της, όπως διαμηνύει η χρόνια κρίση της ευρωζώνης. Όποιοι βλέπουν το ευρώ όχι ως μέσο, αλλά ως αυτοσκοπό, ως προϋπόθεση της εθνικής επιβίωσης, παραδίδουν την εθνική επιβίωση σε ξένα χέρια, σε παράγοντες πέρα από κάθε έλεγχο αυτού του λαού.

Βεβαίως, στην περίπτωση της αποχώρησης από την ευρωζώνη, θα έρθει με ιδιαίτερη ένταση στο προσκήνιο το θέμα των διεθνών συμμαχιών της χώρας, από τις οποίες θα εξαρτηθεί η συναλλαγματική, ενεργειακή και διατροφική της επάρκεια, αλλά και η εθνική της ασφάλεια. Σ' αυτό το κεφαλαιώδες ζήτημα ο ΣΥΡΙΖΑ ελάχιστα μας έχει πει, πέρα από μια ιδεοληπτική πίστη στην «καλή», προοδευτική Ευρώπη, η οποία, δυστυχώς, ούτε κυβερνά, ούτε φαίνεται ότι θα κυβερνήσει γρήγορα.

Η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να αποξενωθεί από τις ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως τις χώρες του Νότου, με τις οποίες τη συνδέουν παραδοσιακές σχέσεις και κοινά προβλήματα. Αλλά αυτός ο προσανατολισμός δεν πρέπει να είναι αποκλειστικός. Η Ρωσία, με τους ενεργειακούς πόρους και τις τεράστιες αμυντικές δυνατότητες, η Λατινική Αμερική με τους διατροφικούς πόρους και η Κίνα με τα τεράστια αποθέματα συναλλάγματος είναι οι πλέον προφανείς στόχοι μιας άλλης, ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Στην περίπτωση δε μιας ευρύτερης ρήξης της Γερμανίας με τον μεσογειακό Νότο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Μέρκελ θα έχει στο πλευρό της άλλες μεγάλες δυνάμεις του παγκοσμίου συστήματος.

Ο Ναπολέων έλεγε ότι το καλύτερο στρατιωτικό σχέδιο παύει να ισχύει από τη στιγμή που πέφτουν οι πρώτοι κανονιοβολισμοί. Κάτι ανάλογο ισχύει στην πολιτική, σ' αυτούς τους τόσο δύσκολους και ευμετάβλητους καιρούς. Ουδείς λογικός άνθρωπος θα απαιτήσει από την Αριστερά ένα απολύτως επεξεργασμένο σχέδιο, χωρίς ρίσκο και αβεβαιότητες. Έχει όμως το δικαίωμα να αξιώσει από μια κυβέρνηση λαϊκής ενότητας και εθνικής σωτηρίας να έχει εξαρχής ξεκάθαρους τους στόχους, τους φίλους και τους εχθρούς της, όπως και την τόλμη να ξεπεράσει τον εαυτό της, τις διαιρέσεις και τις αγκυλώσεις της.



πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να αποφευχθούν περιπτώσεις εμφάνισης υβριστικών σχολίων ή άλλων ποινικά κολάσιμων πράξεων, όλα τα σχόλια πριν δημοσιευτούν ελέγχονται.

Παρακαλούμε μην αποστέλετε πληροφορίες άχρηστες προς τη λειτουργία του συγκεκριμένου blog.

Τα μηνύματα είναι προσωπικές απόψεις των αποστολέων και σε καμία περίπτωση δεν εκφράζουν τους δημιουργούς ή διαχειριστές της συγκεκριμένης σελίδας.